Ἐπέσχεν ὄμβρον, πῦρ τρίτον φέρων κάτω,
Σχίζει δὲ ῥεῖθρον Ἠλίας τρέχων ἄνω.
Δίφρῳ ἀνηρπάγης περὶ εἰκάδα, Ἠλία ἱππεῦ.
Μέσα στη χορεία των Προφητών της Παλαιάς Διαθήκης ξεχωριστή είναι η θέση του προφήτη Ηλία. Στην Καινή Διαθήκη το όνομα του προφήτη Ηλία αναφέρεται πολλές φορές από τον ίδιο τον Ιησού Χριστό.
Ο Ζαχαρίας, ο πατέρας του Προδρόμου, είπε πως ο Ιωάννης θα ερχόταν «ἐν πνεύματι καὶ δυνάμει Ἠλίου» (Λουκ., κεφ. α, στ. 17), θα είχε δηλαδή τα γνωρίσματα και το ζήλο του προφήτη Ηλία, θα ήταν ο ίδιος ο προφήτης Ηλίας, όπως ο λαός τον περίμενε να ξανάρθει.
Ο Ιησούς Χριστός, όταν έδωσε μαρτυρία για τον πρόδρομο Ιωάννη κι έπλεξε το εγκώμιο του, είπε πως αυτός ήταν ο Ηλίας «Αν θέλετε, να το παραλεχθείτε, αυτός είναι ο Ηλίας, που έμελλε να έλθει».
Το πιο σπουδαίο είναι ότι οι μαθητές επάνω στο βουνό, κατά τη θεία Μεταμόρφωση, είδαν τους δυο Προφήτες, τον Μωϋσή και τον Ηλία, να συνομιλούν με τον Ιησού Χριστό. Όλα αυτά φανερώνουν την ξεχωριστή θέση του προφήτη Ηλία ανάμεσα στους Προφήτες και μέσα στη συνείδηση του λαού.
Ακόμα και στο πρόσωπο του Ιησού Χριστού, ακούοντας τη διδασκαλία και βλέποντας τα θαύματά του, έβλεπαν τον προφήτη Ηλία, που είχε ξανάρθει. Ο Ιησούς Χριστός ρώτησε· «Τίνα με λέγουσιν οἱ ἄνθρωποι εἶναι;». Κι οι μαθητές είπαν’ «Ἰωάννην τὸν βαφτιστήν, ἄλλοι δὲ Ἠλίαν....».
Ο προφήτης Ηλίας έζησε τον 9 π.Χ. αιώνα και ήταν γιος του Σωβάκ και καταγόταν από τη Θέσβη (γι' αυτό και ονομάστηκε Θεσβίτης), το σημερινό El Istib, της περιοχής Γαλαάδ, και άνηκε στην φυλή του Ααρών. Όταν γεννήθηκε, ο πατέρας του είδε μία θεία οπτασία:
Δύο άνδρες λευκοφορεμένοι τον ονόμαζαν Ηλία, τον σπαργάνωναν με φωτιά και του έδιναν φλόγα να φάει. Τότε ο πατέρας του, πήγε στα Ιεροσόλυμα και αφού περιέγραψε την οπτασία στους ιερείς, εκείνοι του είπαν ερμηνεύοντας την οπτασία, ότι ο γιος του θα γίνει προφήτης και θα κρίνει το Ισραήλ με δίκοπο μαχαίρι και φωτιά.
Ο Προφήτης Ηλίας άσκησε το προφητικό του χάρισμα επί 25 έτη στα χρόνια του βασιλέα Αχαάβ, που βασίλεψε στα 873 - 854 π.Χ. Ο Αχαάβ και μάλιστα η γυναίκα του Ιεζάβελ ήσαν άνθρωποι ασεβείς κι εναντίον τους ήταν ο πόλεμος του προφήτη Ηλία.
Η Ιεζάβελ, που δεν ήταν ισραηλίτισσα και γινόταν αιτία να νοθεύεται η πίστη από ειδωλολατρικά έθιμα, αυτή λοιπόν κυνήγησε πολύ τον προφήτη Ηλία, γι’ αυτό κι εκείνος αναγκαζόταν διαρκώς να φεύγει και να κρύβεται. Η Ιεζάβελ κυνηγούσε τον προφήτη Ηλία όπως η Ηρωδιάδα τον Ιωάννη τον Πρόδρομο.
Πρώτο μεγάλο σημείο, που έδωσε ο προφήτης Ηλίας, ήταν που προσευχήθηκε και δεν έβρεξε για τριάμισι χρόνια. Σ’ αυτό το διάστημα ο Προφήτης κρυβόταν σε μια σπηλιά σ’ ένα χείμαρρο πέρ’ από τον Ιορδάνη.
Εκεί υπήρχε λίγο νερό, κι ένας κόρακας του πήγαινε τροφή κάθε πρωί. Όταν στέρεψε το νερό, έφυγε ο Προφήτης και πήγε στα Σάρεπτα της Σιδωνίας· όλα αυτά με εντολή του Θεού. Εκεί φιλοξενήθηκε σε μια χήρα γυναίκα, που είχε λίγο αλεύρι και λίγο λάδι, κι όμως έτρωγαν όλο τον καιρό και δεν έλειψαν. Η χήρα γυναίκα είχε ένα παιδί κι έτυχε να αρρωστήσει και να πεθάνει. Τότε ο Προφήτης προσευχήθηκε κι ανάστησε το παιδί.
Δεύτερο μεγάλο σημείο, που έδειξε ο Προφήτης Ηλίας, ήταν που προσευχήθηκε κι ήλθε φωτιά από τον ουρανό. Με προσταγή του βασιλέα Αχαάβ, μαζεύτηκαν τετρακόσιοι ειδωλολάτρες ψευτοιερείς, που τους προστάτευε η Ιεζάβελ.
Τότε ο προφήτης Ηλίας τους προκάλεσε σ’ ένα διαγωνισμό. Του είπε κι έβαλαν πάνω στο θυσιαστήριο τα ξύλα και το σφάγιο για θυσία, και άρχισαν να τρέχουν γύρω και να φωνάζουν όλη την ήμερα τον ψεύτικο θεό Βάαλ, για να ρίξει φωτιά· «και ουκ ην φωνή και ουκ ην ακρόασις».
Τότε ο Προφήτης τους είπε· «Κάνετε πέρα! Τώρα θα κάνω εγώ τη θυσία μου». Έκανε δικό του θυσιαστήριο, έβαλε κι έβρεξαν καλά τρείς φορές τα ξύλα με νερό κι ύστερα προσευχήθηκε. Έπεσε τότε φωτιά από τον ουρανό κι αναποδογύρισε κι έκαψε ολόκληρο το θυσιαστήριο.
Ύστερα απ’ αυτό το σημείο, ο λαός έπιασε τους τετρακόσιους ψευτοϊερείς, κι ο προφήτης Ηλίας τους τιμώρησε αυστηρά. Η Ιεζάβελ, αγριεμένη, κυνήγησε τον Προφήτη, κι εκείνος έφυγε ψηλά στο Χωρήβ, εκεί που πριν πεντακόσια χρόνια ο Μωϋσής άκουσε τη φωνή του Θεού κι είδε τη βάτο να φλέγεται και να μην καίγεται.
Εκεί ο προφήτης Ηλίας κρυβόταν σε μια σπηλιά, κι ο Θεός τον δίδαξε ένα σπουδαίο μάθημα. Του είπε· «Ανέβα ψηλά στην κορυφή, και θα δεις το Θεό. Θα περάσει δυνατός αέρας· θα γίνει σεισμός· θα δεις φωτιά και θα περάσει ένα ανάλαφρο και δροσερό αεράκι. Ο Θεός δεν θα είναι ούτε στη θύελλα ούτε στο σεισμό ούτε στη φωτιά, αλλά στο ανάλαφρο αεράκι».
Άλλα θαυμαστά σημεία του πορφήτη Ηλία ήταν ότι διέσχισε τον Ιορδάνη ποταμό με την μυλωτή του και τέλος ότι αντί να πεθάνει ανελήφθη με άρμα πυρός στον ουρανό.
Να σημειώσουμε, ότι ο προφήτης Ηλίας, μετά από οκτώ ή δέκα χρόνια από την ανάληψη του, απέστειλε γράμματα (ίσως δι’ Αγγέλου) στον βασιλέα Iωράμ, προβλέποντας τον θάνατο του επειδή απομακρύνθηκε από την λατρεία του αληθινού Θεού: «καὶ ἦλθεν αὐτῷ ἐν γραφῇ παρὰ ᾿Ηλιοὺ τοῦ προφήτου λέγων· τάδε λέγει Κύριος Θεὸς Δαυὶδ τοῦ πατρός σου· ἀνθ' ὧν οὐκ ἐπορεύθης ἐν ὁδῷ ᾿Ιωσαφὰτ τοῦ πατρός σου καὶ ἐν ὁδοῖς ᾿Ασὰ βασιλέως ᾿Ιούδα»
(Παραλειπομένων Β’, κεφ. 21, στίχος 12).
Το δε βιβλίο Σοφία Σειράχ αναφέρει ότι: «ΚΑΙ ἀνέστη ᾿Ηλίας προφήτης ὡς πῦρ, καὶ ὁ λόγος αὐτοῦ ὡς λαμπὰς ἐκαίετο.... ὡς ἐδοξάσθης, ᾿Ηλία, ἐν τοῖς θαυμασίοις σου· καὶ τίς ὅμοιός σοι καυχᾶσθαι; ὁ ἐγείρας νεκρὸν ἐκ θανάτου καὶ ἐξ ᾅδου ἐν λόγῳ ῾Υψίστου· ὁ καταγαγὼν βασιλεῖς εἰς ἀπώλειαν καὶ δεδοξασμένους ἀπὸ κλίνης αὐτῶν· ὁ ἀκούων ἐν Σινᾷ ἐλεγμὸν καὶ ἐν Χωρὴβ κρίματα ἐκδικήσεως· ὁ χρίων βασιλεῖς εἰς ἀνταπόδομα καὶ προφήτας διαδόχους μετ᾿ αὐτόν· ὁ ἀναληφθεὶς ἐν λαίλαπι πυρὸς ἐν ἅρματι ἵππων πυρίνων.... μακάριοι οἱ ἰδόντες σε καὶ οἱ ἐν ἀγαπήσει κεκοσμημένοι, καὶ γὰρ ἡμεῖς ζωῇ ζησόμεθα.» (Σοφία (Σειράχ, μη΄, 1<-11>).
Ἀπολυτίκιον (Κατέβασμα)
Ἦχος δ’. Ταχύ προκατάλαβε.
Ὁ ἔνσαρκος Ἄγγελος, τῶν Προφητῶν ἡ κρηπίς, ὁ δεύτερος Πρόδρομος, τῆς παρουσίας Χριστοῦ, Ἠλίας ὁ ἔνδοξος, ἄνωθεν καταπέμψας, Ἐλισαίῳ τὴν χάριν, νόσους ἀποδιώκει, καὶ λεπροὺς καθαρίζει, διὸ καὶ τοῖς τιμῶσιν αὐτόν, βρύει ἰάματα.
Κοντάκιον
Ἦχος β’. Αὐτόμελον.
Προφῆτα καὶ προόπτα τῶν μεγαλουργιῶν τοῦ Θεοῦ, Ἠλία μεγαλώνυμε, ὁ τῷ φθέγματί σου στήσας τὰ ὑδατόῤῥυτα νέφη, πρέσβευε ὑπὲρ ἡμῶν, πρὸς τὸν μόνον φιλάνθρωπον.
Κάθισμα
Ἦχος πλ. δ'. Τὴν Σοφίαν καὶ Λόγον.
Ὡς Προφήτης τοῦ ὄντως θείου φωτός, τοὺς προφήτας τοῦ ψεύδους καταβαλών, ἐν τούτῳ διήλεγξας, Ἀχαὰβ ἀνομήσαντα, μὴ προσκυνεῖν διδάξας, τῷ Βάαλ πανένδοξε, καὶ εὐχῇ αἰτήσας, ἐξ ὕψους τὰ νάματα· ὅθεν καὶ πυρίνῳ, ἀνελήφθης Ἠλία, ὀχήματι μετάρσιος, διφρηλάτης πρὸς Κύριον· διὰ τοῦτο βοῶμέν σοι· Πρέσβευε Χριστῷ τῷ Θεῷ, τῶν πταισμάτων ἄφεσιν δωρήσασθαι, τοῖς ἑορτάζουσι πόθῳ, τὴν ἁγίαν μνήμην σου.
Ὁ Οἶκος
Τὴν πολλὴν τῶν ἀνθρώπων ἀνομίαν, Θεοῦ δὲ τὴν ἄμετρον φιλανθρωπίαν, θεασάμενος ὁ Προφήτης Ἠλίας, ἐταράπτετο θυμούμενος, καὶ λόγους ἀσπλαγχνίας πρὸς τὸν εὔσπλαγχνον ἐκίνησεν. Ὀργίσθητι βοήσας, ἐπὶ τοὺς ἀθετήσαντάς σε, Κριτὰ δικαιότατε. Ἀλλὰ τὰ σπλάγχνα τοῦ ἀγαθοῦ, οὐδόλως παρεκίνησε πρὸς τὸ τιμωρήσασθαι τοὺς αὐτὸν ἀθετήσαντας· ἀεὶ γὰρ τὴν μετάνοιαν πάντων ἀναμένει, ὁ μόνος φιλάνθρωπος.
Μεγαλυνάριον
Δεύτε τον πυρίπνουν και ζηλωτήν, τον διά τεθρίππου, αρπαγέντα από της γής, της του Xριστού δευτέρας, Πρόδρομον παρουσίας, Hλίαν τον Θεσβίτην, ύμνοις τιμήσωμεν.
Ἕτερον Μεγαλυνάριον
Ζήλῳ οὐρανίῳ πυρποληθείς, φλέγεις τὴν ἀπάτην, ὡς πυρίπνους καὶ ζηλωτής· ὅθεν ἀνυψώθης ἐν ἅρματι πυρίνῳ, ὦ Ἠλιοὺ Προφῆτα, πρὸς βίον ἄφθαρτον.
Ἐγκαίνια Ναοῦ τοῦ Τιμίου Προδρόμου τῆς Μονῆς Στουδίου
Δεν ἔχουμε λεπτομέρειες γιὰ τὸ γεγονὸς.
Όσιος Αβραάμ του Κουκχλόμα
Η εικόνα της Παναγίας της Κουκχλόμα[Галичская (Чухломская)]εμφανίστηκε το 1350 στον Άγιο Αβραάμ του Γκάλιτς ο οποίος είχε έρθει από βόρεια για νέους ασκητικούς αγώνες με την ευλογία του Αγ.Σεργίου του Ραντονέζ.
Κοντά στην λίμνη του Γκάλιτς,μέσα στο πυκνό δάσος,ο Όσιος Αβραάμ προσευχόνταν στην Παναγία ζητώντας της να ευλογήσει τον ασκητικό του αγώνα.Όταν τελείωσε την προσευχή του κάθησε για να ξεκουραστεί.Τότε εμφανίστηκε ένα εκτυφλωτικό φως και άκουσε μία φωνή:«Αβραάμ,έλα στο βουνό,εκεί υπάρχει μιά εικόνα της μητέρας Μου.
Ο μοναχός ανέβηκε στο βουνό και στο μέρος όπου έλαμπε ένα φως βρήκε μια εικόνα της Παναγίας με το βρέφος πάνω σ΄ένα δέντρο.Ο άγιος ασκητής πήρε την εικόνα με ευλάβεια και αργότερα έφτιαξε ένα εκκλησάκι.
Μετά από κάποιο χρονικό διάστημα ο πρίγκηπας του Γκάλιτς Δημήτριος Φεοντόροβιτς ζήτησε από τον ασκητή να φέρει την εικόνα στην πόλη.Ο Όσιος Αβραάμ,συνοδεία του κλήρου,διέσχισε την λίμνη του Γκάλιτς με μία βάρκα και έφερε την εικόνα στον καθεδρικό ναό του Γκάλιτς.
Την ημέρα αυτήν πολλά θαύματα έγιναν.Ο πρίγκηπας έδωσε στον ασκητή χρήματα για να χτίσει μία μονή.Πράγματι χτίστηκε ο Ναός της Κοιμήσεως της Θεοτόκου και γύρω του αναπτύχθηκε ένα μοναστήρι.
Ο Όσιος Αβραάμ έχτισε πολλούς ναούς και ο τελευταίος ήταν στην πόλη Κουκχλόμα.Απ'αυτό το μοναστήρι ο Όσιος Αβραάμ πήρε την ονομασία της Κουκχλόμα και η εικόνα της Παναγίας την ονομασία Παναγία της Κουκχλόμα της περιοχής Γκάλιτς.Η εικόνα τιμάται στις 28 Μαϊου.
Ανακομιδή Ιερών Λειψάνων του Αγίου Αθανασίου ηγουμένου της Μονής Μπρέστ
Ο Άγιος Αθανάσιος του Μπρεστ της Πολωνίας έζησε στην εποχή που πραγματοποιήθηκε η απόφαση της Ουνίας για ένωση μεταξύ της Ορθοδόξου Εκκλησίας και της Ρωμαιοκαθολικής εκκλησίας το 1596 μ.Χ. Αυτή έγινε με την εξουσία και την βία και την βοήθεια του πολωνικού κράτους. Όσοι έμειναν πιστοί στην ορθόδοξη πίστη υπέφεραν πολλούς και διαφόρους διωγμούς.
Αυτό είχε σαν αποτέλεσμα οι ορθόδοξοι να φύγουν στα άγρια μέρη της χώρας, ή ενώνονταν σε ορθόδοξες ομάδες κάτω από την προστασία λίγων αριστοκρατικών ορθοδόξων. Οι περισσότεροι από τους πλουσίους πέρασαν στον Ρωμαιοκαθολικισμό, επειδή είχαν μεγάλα προνόμια και περισσότερη ελευθερία από το κράτος. Στην επιβουλή της Ουνίας εργάστηκαν τα Ιησουιτικά σχολεία, δηλαδή τα φανατικά τάγματα της Ρωμαιοκαθολικής εκκλησίας.
Οι ορθόδοξοι κάτοικοι της πόλεως Μπρεστ άρχισαν να δημιουργούν εκκλησιαστικές κοινότητες με σκοπό την υπεράσπιση της Ορθοδοξίας, επειδή τα ανώτερα πρόσωπα της Ορθοδόξου Εκκλησίας τα καθόριζε ο κράλης της Πολωνίας, δεν είχαν σταθερή πίστη, ζούσαν με κοσμικό τρόπο, δεν μπορούσαν να αντιδράσουν στην βούληση της κρατικής εξουσίας, αλλά και με την θέλησή τους βοηθούσαν για την πραγματοποίηση των σκοπών της Ουνίας. Αυτοί οι ιεράρχες υπέγραψαν την παράνομη Ουνία το 1596 μ.Χ. στο Μπρεστ.
Ο Άγιος Αθανάσιος γεννήθηκε αυτή την εποχή το 1597 μ.Χ. στο Μπρεστ. Η οικογένειά του ήταν μέλος της Ορθόδοξης Κοινότητος Μπρεστ. Ο Αθανάσιος έλαβε υψηλή μόρφωση, έμαθε ρωσικά, πολωνικά, ελληνικά και λατινικά. Σε ηλικία 30 χρόνων ήρθε στο Μοναστήρι του Αγίου Πνεύματος στο Βίλνο, και από εκεί τον μετέφεραν στο μοναστήρι Κουπιάτσκι.
Στο δρόμο ο Αθανάσιος συνάντησε ένα ανάπηρο, τον πήρε στην πλάτη του, και αυτός τον εδίδαξε την νοερά αδιάλειπτη προσευχή του Χριστού. Στο μοναστήρι Κουπιάτσκι υπήρχε θαυματουργή εικόνα της Παναγίας, η οποία εμφανίστηκε σ' αυτόν τον τόπο το 1182 μ.Χ. Αυτή η θαυματουργός εικόνα της Παναγίας είχε διαδραματίσει μεγάλη επίδραση στην ζωή του Οσίου Αθανασίου.
Μία φορά άκουσε ο Άγιος φωνή από την εικόνα της Παναγίας που τον είπε να πάει στην Μόσχα για να πάρει από τον αυτοκράτορα της Ρωσίας βοήθεια, όπως και έγινε. Όταν γύρισε από την Μόσχα κατά παράκληση των αδελφών της Μονής έγινε ηγούμενος στο Μοναστήρι του Αγίου Συμεών στο Μπρεστ.
Το 1647 μ.Χ. πήγε στην Βαρσοβία, στον κράλη της Πολωνίας Βλαδισλάβ και με τις προσπάθειές του πέτυχε να δοθούν όλα τα προνόμια στις ορθόδοξες κοινότητες του Μπρεστ, ως και την εξασφάλιση της ελευθερίας της Ορθοδόξου Εκκλησίας. Στο γράμμα όμως του Κράλη οι τοπικές αρχές του Μπρεστ απήντησαν: Να γίνετε όλοι ουνίτες και τότε όλα θα κάνουμε δωρεάν.
Η ανώτατη ορθόδοξη ιεραρχία της Βαρσοβίας δεν ενδιαφέρθηκε για την υπόθεση αυτή. Ο Αθανάσιος μόνος, με στενοχώρια και λύπη προσευχόταν στο Θεό. Μια φορά και ενώ ο Όσιος διάβαζε τον Ακάθιστο ύμνο άκουσε φωνή της Παναγίας, που έλεγε: Αθανάσιε πήγαινε και έλεγξε τώρα, την δικαιοσύνη στην Βουλή, με την βοήθεια της δικής μου εικόνας Κουπιατίσκοϊ, ομιλώντας για την δίκαιη τιμωρία του Θεού, που θα έρθει, εάν δεν αλλάξει πολιτική κατά της Ορθοδόξου Εκκλησίας. Ας καταδικάσουν πρώτα απ' όλα την Ουνία, εδώ είναι η πρώτη ανάγκη, και τότε και γι' αυτούς ακόμη όλα θα είναι καλά.
Κατά την θέληση της Παναγίας ο Όσιος έδωσε για όλα τα μέλη της βουλής μικρές εικόνες της Παναγίας, που περιείχαν λόγια για τον κίνδυνο της τιμωρίας τους, διότι επροστάτευαν την Ουνία και καταπίεζαν τους ορθοδόξους, και στην συνέχεια μίλησε με θάρρος υπέρ της Ορθοδόξου Πίστεως κατά την παρουσία του κράλη.
Λόγω της παρουσίας του στην Βουλή ο Όσιος Αθανάσιος υπέφερε πολλά από τους συνθηκολογήσαντας με τους Ουνίτας Ορθοδόξους Ιεράρχας. Τον έλεγαν τρελλόν, τον έβαλαν στην φυλακή, τον έπαυσαν από ιερέα και τον έστειλαν για δίκη στον Μητροπολίτη του Κιέβου Πέτρο Μογίλα. Ο μητροπολίτης δικαίωσε τον Αθανάσιο και έκρινε την απόφαση της Βαρσοβίας άδικη.
Ο Αθανάσιος γύρισε στο μοναστήρι και ζούσε με ησυχία και προσευχή την κατά Θεό πολιτεία. Αλλά άκουσε ακόμη μία φορά φωνή της Παναγίας, η οποία του έλεγε να πάει και πάλι στην Βουλή και να μιλήσει αντί της Ουνίας, για τους Ρωμαιοκαθολικούς. Δεν πρόλαβε όμως να πάει στην Βουλή, τον έπιασαν, τον φυλάκισαν και τον μετέφεραν στην Βαρσοβία. Άδικα τον υποπτεύθηκαν για συνεργασία με την Μόσχα.
Από την φυλακή έγραψε γράμμα στον κράλη της Πολωνίας, στον οποίον έλεγε για τους διωγμούς της Ορθοδόξου Εκκλησίας και του θύμισε την υπόσχεσή του, όταν έγινε κράλης, ότι θα βοηθήσει την Ορθόδοξη Εκκλησία....
Ο κράλης απεφάσισε να ελευθερωθεί ο Αθανάσιος, μόνο στην περίπτωση που θα τον πάρει μαζί του ο Μητροπολίτης Κιέβου. Μετά τον θάνατον του Μητροπολίτου Κιέβου Πέτρου Μογίλα, 1647 μ.Χ., ο Αθανάσιος ήλθε στο μοναστήρι του. Την 1 Ιουλίου του 1648 μ.Χ. ήλθαν στο μοναστήρι στρατιώτες και φυλάκισαν τον άγιον Αθανάσιον.
Όταν δεν βρήκαν ενοχοποιητικά στοιχεία του είπαν, ότι «παραμέρισε την αγία Ουνία». Ο Αθανάσιος έκαμε τον σταυρόν του και επανέλαβε προηγούμενά του λόγια. Τότε τον έβαλαν στην φυλακή στο κάστρο.
Την 5 Σεπτεμβρίου τον μετέφεραν στην μεγαλύτερη φυλακή πίσω από την πόλη. Τον επισκέπτονταν οι ιησουίτες μοναχοί και ζητούσαν να αρνηθεί την Ορθοδοξία. Ο άγιος τους απαντούσε: «Ας γνωρίζουν οι ιησουίτες ότι, όπως τους αρέσει να μένουν στις περιποιήσεις αυτού του κόσμου, έτσι μου αρέσει τώρα να πεθάνω για την Ορθοδοξία».
Ο διευθυντής των φυλακών είπε στους ιησουίτες. «Αυτός τώρα είναι στα δικά σας χέρια, να κάνετε μ' αυτόν, ότι θέλετε».
Τότε τον πήραν στο δάσος, τον βασάνιζαν με φωτιά. Μετά φώναξαν ένα οπλοφόρο στρατιώτη και ετοίμασαν τον λάκκο του. Τελευταία φορά του είπαν να αλλάξει την πίστη του και τις απόψεις του, αλλά αυτός είπε: «Ότι είπα νωρίτερα, με αυτό και θα πεθάνω».
Ο στρατιώτης πυροβόλησε, αλλά ο Άγιος έμεινε όρθιος, με την βοήθεια του δένδρου που ήταν πίσω του. Τότε αποφάσισαν να τον βάλουν στο λάκκο. Ο Άγιος Αθανάσιος σήκωσε τα μάτια του στον ουρανό, σταύρωσε τα χέρια του στο στήθος και έπεσε μόνος του, σιγά-σιγά στο λάκκο.
Όταν ήταν ακόμη ζωντανός επάνω του έβαλαν χώμα και άμμο, αργότερα έτσι και τον ευρήκαν ξαπλωμένον. Εκείνη την νύκτα στην πόλη Μπρεστ κανείς από τους μοναχούς, αλλά και πολλοί από τους πιστούς δεν κοιμήθηκαν.
Την 1η Μαΐου οι μοναχοί βρήκαν το σώμα του ομολογητού και μάρτυρος Αθανασίου, το πήραν την νύχτα και άλλη μέρα το έθαψαν στο Μοναστήρι στο Μπρεστ. Το σώμα του Αγίου έμεινε άφθαρτο. Το 1818 μ.Χ. όμως κάηκε, αλλά μέρος από το άγιον λείψανόν του σώθηκε και φυλάσσεται στην Εκκλησία του Αγίου Αθανασίου στο Μπρεστ....
Ο βίος του Αγίου Αθανασίου γράφτηκε για πρώτη φορά τον 17ον μ.Χ. αιώνα. Η μνήμη του εορτάζεται 20 Ιουλίου και 5 Σεπτεμβρίου.
Σύναξη των Ρώσων αγίων των εν Γαλλία τελειωθέντων
Στις 20 Ιουλίου καθιερώθηκε από το Οικουμενικό Πατριαρχείο να γιορτάζεται η σύναξη των Ρώσων αγίων των εν Γαλλία τελειωθέντων (δηλαδή που κοιμήθηκαν στη Γαλλία). Κατά βάσιν πρόκειται για νεομάρτυρες των ναζιστικών
στρατοπέδων συγκέντρωσης, εκτός από τον άγιο Αλέξιο του Υζίν, που κοιμήθηκε πριν τον πόλεμο (1934 μ.Χ.).
Άγιος Δημήτριος (Κλεπινίν), πρεσβύτερος
Ο Άγιος Δημήτριος Κλεπινίν πέθανε στο στρατόπεδο της Ντορά, γιατί προσπάθησε να σώσει τη ζωή δεκάδων Εβραίων, από τους Ναζί, θέτοντας σε εφαρμογή ένα σύστημα πλαστών πιστοποιητικών βάπτισης.
Αγία Μαρία (Σκόμπτσοβα), μοναχή
Η Αγία Μαρία γεννήθηκε το 1891 μ.Χ. στην Ρίγα της Λετονίας και το όνομα της, πριν παντρευτεί, ήταν Ελισαβέτα Πιλένκο.
Οι γονείς της ήσαν πιστοί και ευσεβείς άνθρωποι που της μετέδωσαν από μικρή τα ουσιώδη της πίστης. Στα 14 της χρόνια θα πεθάνει ο πατέρας της, και η μικρή Ελισαβέτα θα νιώσει την αδικία του θανάτου, άρα και την απουσία του
Θεού τον οποίο θεωρούσε πια ως ανύπαρκτο.
Το 1906 μ.Χ. μαζί με την χήρα μητέρα της θα μετακομίσουν στην Αγία Πετρούπολη, όπου θα αναμειχθεί με τους κύκλους των διανοουμένων ιδιαίτερα με τον ποιητή Αλεξάντερ Μπλοκ. Επίσης, όπως τόσοι άλλοι σύγχρονοι της, θα
γίνει μέλος αριστερών πολιτικών οργανώσεων, «για να πολεμήσω την αδικία μέσα στον κόσμο» όπως έλεγε αργότερα.
Το 1910 μ.Χ. η Λίζα θα παντρευτεί τον Ντμίτρι Κούζμιν-Καράβιεφ, ο οποίος ήταν μέλος των «Μπολσεβίκων». Ένας γάμος που έγινε όχι από αγάπη, αλλά από συμπάθεια περισσότερο. Συνέχιζε τις επαφές της με πολιτικούς και
πνευματικούς κύκλους, ενώ αν και θεωρούσε τον εαυτό της άθεο, αναζωπυρωνόταν το παλιό της ενδιαφέρον για τον Χριστό, περισσότερο όμως ως ηρωική μορφή.
Έτσι, παράλληλα με την συγγραφή ποιημάτων (είχε ήδη εκδώσει 2 ποιητικές συλλογές) αποφάσισε ν’ ασχοληθεί με τις θεολογικές σπουδές.
Γράφτηκε λοιπόν στην Θεολογική Ακαδημία της Μονής του Αλεξάνδρου Νιέβσκυ στην Αγία Πετρούπολη, αλλά σημαντικά γεγονότα έμελλαν να συμβούν σε λίγο: ο γάμος της θα διαλυθεί το 1913 μ.Χ., αλλά τον Οκτώβρη του ίδιου
έτους θα γεννηθεί το πρώτο της παιδί. Εμβαθύνοντας στις σπουδές της, παράλληλα όμως με την δική της προσωπική αναζήτηση της πίστης, θα συμπεράνει πως ο χριστιανικός ασκητισμός δεν συνίσταται στον βασανισμό του
σώματος, αλλά το ενδιαφέρον για τις ανάγκες των άλλων ανθρώπων, μαζί με το ενδιαφέρον για καλυτέρευση των κοινωνικών συνθηκών. Έτσι στράφηκε προς το μικρό Σοσιαλεπαναστατικό Κόμμα τον οποίο ήταν μακρόθεν των
ιδεών του Λένιν.
Τα γεγονότα τρέχουν. Καταδιώκεται από την μπολσεβίκικη εξουσία που προσπαθεί να στεριωθεί στην Ρωσία. Λόγω φιλίας της με την γυναίκα του Λένιν διασώζεται από εκτέλεση. Ωστόσο η καταδίωξη της είναι ανηλεής: αν και
εκλέχθηκε δήμαρχος της μικρής πόλης Άναπα, στην Μαύρη Θάλασσα, είναι τα χρόνια του εμφύλιου πολέμου και αυτή τη φορά θα την συλλάβουν οι Λευκοί, οι αντίπαλοι των Μπολσεβίκων. Θα γλυτώσει και πάλι την εκτέλεση, την
φορά αυτή χάρη στον Δανιήλ Σκόμπτσοβ ο οποίος ήταν ο δικαστής της. Αργότερα θα τον ερωτευτεί, και το ειδύλλιο θα καταλήξει σε γάμο. Για την Λίζα πλέον η ζωή στη Ρωσία ήταν επικίνδυνη, ο εμφύλιος αιματοκυλούσε όλη την
χώρα και οι Μπολσεβίκοι φαινόταν πως είχαν κερδίσει σημαντικά ερείσματα.
Μαζί με την οικογένεια της παίρνουν την πρωτοβουλία να μεταναστεύσουν, για να φτάσουν τελικά μετά από περιπέτειες στο Παρίσι το 1923 μ.Χ. Το 1926 μ.Χ. είναι χρονιά μεγάλης δοκιμασίας και θλίψης καθώς χάνει την κόρη της
από μηνιγγίτιδα. «Ο θάνατος κάποιου αγαπημένου σου προσώπου ανοίγει διάπλατα τις πύλες της αιωνιότητας, ενώ ολόκληρη η φυσική ύπαρξη χάνει την σταθερότητα και την συνοχή της. Οι νόμοι του χθες έχουν καταργηθεί, οι
επιθυμίες έχουν σβήσει, η απουσία νοήματος αντικατέστησε το νόημα…..πριν τον μαύρο λάκκο του τάφου, τα πάντα πρέπει να επανεξεταστούν, να συγκριθούν με το ψεύδος και την διαφθορά».
Η Λίζα όλο και πιο πολύ πια θα αφιερωθεί στην μελέτη και την κοινωνική εργασία στο Παρίσι. Έγινε μέλος της Ρωσικής Φοιτητικής Χριστιανικής Κίνησης, έργο που την έφερε σε επαφή με πάμφτωχους ρώσους μετανάστες στις
πόλεις και τα χωριά σε όλη την Γαλλία.
Αναρωτιόταν διαρκώς για την αληθινή της κλίση στη ζωή. Της άρεσε να βοηθά τους αναξιοπαθούντες βλέποντας σ’ αυτούς το αληθινό πρόσωπο του Χριστού, διότι για την Λίζα ο ανθρωπισμός και η φιλευσπλαχνία θεμελιώνονταν
όχι σε κάποια κοσμική ηθική αλλά στα ίδια τα λόγια του Χριστού, γι’ αυτό έμεινε στην διακονία αυτή στερεωμένη ως το τέλος. Από την άλλη αναρωτιόταν για το είδος της εργασίας της εντός του εκκλησιαστικού χώρου.
Οραματιζόταν ένα διαφορετικό είδος κοινότητας, μοναστικής και αδελφικής συνάμα.
Ο Μητροπολίτης Ευλόγιος γνωρίζοντας τον κοινωνικό ακτιβισμό της Λίζας ανάμεσα στους πρόσφυγες, της πρότεινε να γίνει μοναχή. Η Λίζα συμφώνησε, υπήρχε όμως το πρόβλημα του υφιστάμενου γάμου της. Αν και διαφωνούσε
στην αρχή, ο σύζυγος της θα συναινέσει στο εκκλησιαστικό διαζύγιο το 1932 μ.Χ. Λίγες εβδομάδες αργότερα στο παρεκκλήσι του Θεολογικού Ινστιτούτου του Παρισιού, στον Αγιο Σέργιο, θα γίνει η κουρά της, και το νέο της όνομα
θα είναι Μαρία.
«Μοναχισμός μέσα στον κόσμο», όπως έλεγε η ίδια, θα είναι πια η αποστολή της, κάτι ολότελα διαφορετικό από την μέχρι σήμερα εμπειρία της Εκκλησίας, αλλά ταυτόχρονα ενταγμένο στην πρακτική της «οικονομίας» την οποία
επέβαλαν οι καιροί.
Από δω και στο εξής η Μαρία αναλαμβάνει σημαντική δράση. Φτιάχνει ένα μικρό σπίτι που θα γίνει καταφύγιο όλων των κατατρεγμένων του Παρισιού, αλλά ταυτόχρονα και εστία συνάντησης σπουδαίων προσωπικοτήτων. Το 1937
μ.Χ. θα φτάσουν να σερβίρονται μέχρι και 120 γεύματα σε απόρους. Παρακαλούσε για το φαγητό των απόρων η ίδια, όλο το Παρίσι άρχισε να γνωρίζει την καλόγρια -ζητιάνα που κάπνιζε. Κατάφερνε όμως να συγκεντρώνει μεγάλες
ποσότητες τροφής για όσους είχαν ανάγκη. Ο κάθε άνθρωπος εικονίζει τον Θεό, αυτό ήταν το μόνο της πιστεύω.
Ένας άλλος σημαντικός σταθμός υπήρξε η ίδρυση το 1935 μ.Χ. της «Ορθόδοξης Δράσης», ενός οργανισμού στον οποίο συμμετείχε η αφρόκρεμα της ρωσικής διανόησης. Χάρη στις δωρεές που ελάμβανε από υποστηρικτές της όχι
μόνο στην Γαλλία, αλλά και από χώρες του εξωτερικού, κατόρθωσαν να υλοποιήσουν ένα μεγάλο εύρος σχεδίων όπως την δημιουργία ξενώνων, καταφυγίων, σχολείων, την παροχή βοήθειας στους ανέργους και στους
ηλικιωμένους, την έκδοση βιβλίων κλπ.
Ο μοναχισμός όπως τον αντιλαμβανόταν η Μαρία βρισκόταν σε συμφωνία πνεύματος με όλη την υπερχιλιετή παράδοση και εμπειρία των ασκητών πατέρων και μητέρων, διέφερε μόνο στους τύπους, στην μορφή δράσης. Η Μαρία
δεν απομακρύνθηκε από τον κόσμο σωματικά, γιατί ο κόσμος την χρειαζόταν. Είχε όμως απομακρυνθεί από το πνεύμα του κόσμου. Ήταν παρούσα ανάμεσα στους αδελφούς του Χριστού γιατί τούτη ήταν η κλίση της- όμως ο
κόσμος δεν την έκανε ποτέ δική του. Παρέπεμπε στα λόγια του Ιωάννη Χρυσοστόμου για την θεία λειτουργία που τελείται μετά το πέρας της Θείας Λειτουργίας επί της Αγίας Τραπέζης. Η Τράπεζα τη φορά αυτή ήταν το σώμα και η
καρδιά των ανθρώπων.
Το Παρίσι στις 14 Ιουνίου 1940 μ.Χ. θα πέσει στα χέρια των ναζί. Ήταν η σειρά των Εβραίων να δεχτούν την αγάπη της. Για να γλυτώσει πολλούς που κινδυνεύαν με σίγουρο αφανισμό, τους προμήθευε πλαστές βεβαιώσεις ότι είχαν
βαπτιστεί χριστιανοί. Ήταν βέβαιη πως σε μια παρόμοια κατάσταση και ο ίδιος ο Χριστός θα έπραττε έτσι.
Τελικά, και αφού κατάφερε να περιθάλψει δεκάδες Εβραίους στο σπίτι της και να προσφέρει βοήθεια σε πολλά παιδιά τον καιρό της κατοχής, οι ναζί θα την συλλάβουν για να την στείλουν στο στρατόπεδο του Ravensbruck στην
Γερμανία όπου έζησε 2 χρόνια κι αυτό χάρη στην ασκητική της ζωή. Ο θάνατος θα βρει την Μαρία τον Μάρτιο του 1945 μ.Χ., την Μεγάλη Παρασκευή. Οι λόγοι του θανάτου της διίστανται. Υπάρχουν κάποιοι που την αποδίδουν στις
κακουχίες του στρατοπέδου συγκέντρωσης, άλλοι ότι ήταν σ’ αυτούς που επιλέχθηκαν να εκτελεστούν, ενώ υπάρχουν και μαρτυρίες ότι πήρε την θέση ενός άλλου Εβραίου φυλακισμένου για εκτέλεση.
Ο θάνατος της όμως δεν ήταν δυνατό να σβήσει την μνήμη της από την Εκκλησία. Οι διασωθέντες του πολέμου που την γνώρισαν θα προκαλέσουν το ενδιαφέρον γύρω από τις ιδέες της και την ανθρωπιστική της συνεισφορά. Λίγο
μετά την λήξη του πολέμου δοκίμια και βιβλία θ’ αρχίσουν να γράφονται γι’ αυτή, στα Γαλλικά και τα Ρωσικά. Βιογραφίες δημοσιεύτηκαν, και ρωσικό φιλμ γυρίστηκε το 1982 μ.Χ.
Το 2013 μ.Χ., το δημοτικό συμβούλιο του τομέα 15 του Παρισιού της 4ης Νοεμβρίου και το Συμβούλιο της πόλης των Παρισίων της 12ης Νοεμβρίου ψηφισαν ομόφωνα την ονοματοδοσία ενός δρόμου με το όνομα της Αγίας
Μαρίας Σκόμπτσοβα,δρόμος που βρίσκεται μεταξύ των αριθμών 84-88 στο Λουρμέλ. Η πρωτοβουλία ανήκει στον αντιδήμαρχο Ghislène Fonlladosa,υπεύθυνο πολιτιστικής κληρονομιάς και νέων τεχνολογιών του Παρισιού.
Άγιος Γιούρι (Σκόμπτσωφ), υιός της Αγίας Μαρίας
Ο Άγιος Γιούρι πέθανε σε στρατόπεδο συγκέντρωσης, όπως και η μητέρα του.
Άγιος Ηλίας (Φονταμίνσκυ)
Ο Άγιος Ηλίας ήταν έντονα πολιτικοποιημένος, αριστερός, όμως υποστήριξε χριστιανικές προσπάθειες στη Γαλλία. Βαφτίστηκε ορθόδοξος λίγο πριν την αποστολή του στο Άουσβιτς από τους ναζί, όπου και βρήκε το θάνατο στις 19
Νοεμβρίου 1942 μ.Χ., σε ηλικία 62 ετών.
Άγιος Αλέξιος (Medvedkov), πρωθιερέας εν Υζίν Σαβοΐας.
Ο Άγιος Αλέξιος (γενν. 1867 μ.Χ.) ήταν ιερέας σ' ενα μικρό χωριό στην περιοχή της Αγίας Πετρούπολης, όμως το 1918 μ.Χ. (με την επικράτηση του αθεϊστικού καθεστώτος) συνελήφθη και, στη συνέχεια, δραπέτευσε στην Εσθονία,
όπου εργάστηκε ως ανθρακωρύχος. Το 1930 μ.Χ. έφυγε στη Γαλλία, όπου τοποθετήθηκε εφημέριος στη ρωσική κοινότητα του Υζίν από το μητροπολίτη Ευλόγιο Gueorguievskii. Εκεί υπηρέτησε το λαό του με αυταπάρνηση και
κοιμήθηκε, ασθενής από καρκίνο, το 1934 μ.Χ.
Ήταν ένας πραγματικός ησυχαστής, βαθύς εργάτης της προσευχής, πράος, σχεδόν ντροπαλός, που δεν υπερασπίστηκε τον εαυτό του ακόμη κι όταν κάποιες μερίδες ενοριτών του κινήθηκαν συκοφαντικά εναντίον του (κατηγορώντας
τον ότι δεν είναι «καθώς πρέπει», επειδή φοράει φτωχά άμφια κ.τ.λ.), στην πραγματικότητα επειδή δε μπορούσαν να τον προσεταιριστούν στις πολιτικές ομάδες τους.
Το σώμα του, μαζί με τα άμφιά του, βρέθηκε άφθαρτο κατά την ανακαίνιση του νεκροταφείου του Υζίν το 1956 μ.Χ.