Άγιοι Κάρπος, Πάπυλος, Αγαθόδωρος και Αγαθονίκη - Μνήμη της Ζ' Οικουμενικής Συνόδου - Αγία Χρυσή η Νεομάρτυς
Βιογραφία
Eις τον Kάρπον και Πάπυλον.
Κάρπῳ, Παπύλῳ, τοῖς Θεοῦ καρποῖς δύο,
Πᾶς πυλεὼν τμηθεῖσιν ἠνοίγη πόλου.
Eις τον Aγαθόδωρον.
Ἀγαθόδωρον δωρεῶν πληθὺς μένει,
Πρὸς πληθὺν ἀθλήσαντα δεινῶν μαστίγων.
Eις την Aγαθονίκην.
Οὐκ ἐμποδὼν σοι, Μάρτυς Ἀγαθονίκη,
Τὸ θῆλυ πρὸς τὸ θεῖον ἐκ ξίφους τέλος.
Κάρπον σὺν Παπύλῳ δεκάτῃ τρίτῃ ἔκτανε χαλκός.
Οι Άγιοι Κάρπος, Πάπυλος, Αγαθόδωρος και Αγαθονίκη μαρτύρησαν όταν αυτοκράτορας ήταν ο Δέκιος (249 - 251 μ.Χ.), σκληρότατος διώκτης των χριστιανών. Όλοι, πατρίδα είχαν την Πέργαμο.
Ο Κάρπος, με άρτια γραμματική μόρφωση, ευσεβέστατος και με πολλές υπηρεσίες στην Εκκλησία, είχε γίνει επίσκοπος Θυατείρων. Ο Πάπυλος, που είχε σπουδάσει ιατρική και πρόσφερε τις υπηρεσίες του αμισθί, έγινε διάκονος και άμεσος συνεργάτης του Καρπού. Ο Αγαθόδωρος, ψυχή εκλεκτή και πιστή, ήταν υπηρέτης στην επισκοπή Θυατείρων. Όταν και τους τρεις συνέλαβε ο ανθύπατος Ουαλέριος, ομολόγησαν μπροστά του με παρρησία το Χριστό. Τότε ο Ουαλέριος τους είπε: «Οι χριστιανοί είναι δεισιδαίμονες, ανίκανοι, χωρίς ανώτερα αισθήματα. Εσείς, σαν μορφωμένοι άνθρωποι, αμέσως πρέπει να τους αρνηθείτε». Στην κατηγορία αυτή, απάντησε ο Επίσκοπος Κάρπος με τα λόγια του Αποστόλου Παύλου. Μια απάντηση που ίσχυε, ισχύει και θα ισχύει στους αιώνες, για το φρόνημα των συνειδητών χριστιανών. Είπε λοιπόν: «Κοπιῶμεν ἐργαζόμενοι ταῖς ἰδίαις χερσὶ λοιδορούμενοι εὐλογοῦμεν, διωκόμενοι ἀνεχόμεθα, βλασφημούμενοι παρακαλοῦμεν», που σημαίνει, εμείς οι χριστιανοί βασιλιά, κοπιάζουμε με τα ίδια μας τα χέρια. Έπειτα, την ώρα που οι άπιστοι στο Ευαγγέλιο μας βρίζουν και μας περιγελούν, εμείς ευχόμαστε αγαθά γι' αυτούς. Ενώ μας καταδιώκουν, τους δείχνουμε ανοχή, ενώ μας συκοφαντούν, απαντούμε με λόγια γλυκά και παρακλητικά.
Εκνευρισμένος ο Ουαλέριος από την απάντηση, αφού τους βασάνισε, μαζί με την αδελφή του Παπύλου Αγαθονίκη, όλους τους αποκεφάλισε.
Μνήμη της Ζ' Οικουμενικής Συνόδου
Βιογραφία
Ὑπέρμαχοι σοὶ τοῖς λόγων ὅπλοις, Λόγε,
Ἐχθροὺς τροποῦνται τῶν σεβαστῶν εἰκόνων.
Ταῖς τῶν Ἁγίων Πατέρων πρεσβείαις, ὁ Θεός, ἐλέησον ἡμᾶς.
Την Kυριακή μετά την ενδεκάτη Οκτωβρίου, μνήμη επιτελούμε των Aγίων Πατέρων της αγίας και Oικουμενικής Eβδόμης Συνόδου.
Η Ζ’ Οικουμενική Σύνοδος συνήλθε στη Νίκαια της Βιθυνίας από τις 24 Σεπτεμβρίου έως τις 13 Οκτωβρίου 787 μ.Χ., με πρωτοβουλία της αυτοκράτειρας Ειρήνης, η όποια ασκούσε χρέη αντιβασιλέως. Υπό την προεδρία του Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως Αγίου Ταρασίου (βλέπε 25 Φεβρουαρίου) συγκεντρώθηκαν τριακόσιοι πενήντα ορθόδοξοι επίσκοποι, και σε αυτούς προστέθηκαν άλλοι δεκαεπτά ιεράρχες, οι όποιοι αποκήρυξαν την αίρεση των εικονομάχων.
Πλάι στους αντιπροσώπους του Πάπα Ρώμης και των Πατριαρχών Αντιοχείας και Ιεροσολύμων, οι μοναχοί οι όποιοι υπέφεραν δεινούς διωγμούς επί βασιλείας των εικονομάχων αυτοκρατόρων Λέοντος Γ’ Ίσαύρου (717 – 741 μ.Χ.) και Κωνσταντίνου Ε’ Κοπρωνύμου (741 – 775 μ.Χ.) αποτελούσαν έντονη παρουσία· ήταν περίπου εκατόν τριάντα έξι.
Μετά από επιμελή προετοιμασία, οι Πατέρες της Συνόδου αναθεμάτισαν τους αιρετικούς, οι όποιοι για περισσότερα από πενήντα έτη απαγόρευαν στους ορθόδοξους χριστιανούς να τιμούν τις σεπτές εικόνες του Χρίστου και των αγίων Του διότι αυτό αποτελούσε δήθεν ειδωλολατρία. Έθεσαν έτσι τέρμα στην πρώτη περίοδο της εικονομαχίας, η οποία όμως ξέσπασε εκ νέου λίγα χρόνια αργότερα επί Λέοντος Ε’ Αρμενίου (813 – 820 μ.Χ.) και δεν σταμάτησε οριστικά παρά το 843 μ.Χ., χάρις στην αυτοκράτειρα Θεοδώρα και στον πατριάρχη άγιο Μεθόδιο (βλέπε 14 Ιουνίου). οι άγιοι Πατέρες αναθεμάτισαν τους αιρετικούς πατριάρχες Αναστάσιο, Κωνσταντίνο και Νικήτα, αποκήρυξαν τη δήθεν οικουμενική σύνοδο που συνεκλήθη στο ανάκτορο της Ιερείας με πρωτοβουλία του Κωνσταντίνου Ε’ το 754 μ.Χ., και κήρυξαν αιωνία τη μνήμη των άγιων υπερμάχων της Ορθοδοξίας: του πατριάρχου αγίου Γερμανού (715 – 730 μ.Χ.) [βλέπε 12 Μαΐου], του Αγίου Ιωάννου του Δαμασκηνού (βλέπε 4 Δεκεμβρίου), του Γεωργίου Κύπρου, και όλων όσοι είχαν υποστεί βασάνους και εξορίες ως υπέρμαχοι των αγίων εικόνων. Στον Όρο της πίστεως που ανέγνωσαν στην έβδομη και τελευταία συνεδρία της Συνόδου, οι Πατέρες διεκήρυξαν:
«Ορίζομεν συν ακριβεία πάση και εμμελεία, παραπλησίως τω τύπω του τιμίου και ζωοποιού σταυρού ανατίθεσθαι τας σεπτάς και αγίας εικόνας, τας εκ χρωμάτων και ψηφίδος και ετέρας ύλης επιτηδείως εχούσης, εν ταις αγίαις του Θεού εκκλησίαις, εν ιεροίς σκεύεσι και εσθήσι, τοίχοις τε και σανίσιν, οίκοις τε και οδοίς· της τε του Κυρίου και Θεού και Σωτήρος ημών Ιησού Χριστού εικόνος, και της αχράντου δεσποίνης ημών της αγίας Θεοτόκου, τιμίων τε αγγέλων, και πάντων άγιων και οσίων ανδρών. Όσω γάρ συνεχώς δι’ εικονικής ανατυπώσεως ορώνται, τοσούτον και οι ταύτας θεώμενοι διανίστανται προς την των πρωτοτύπων μνήμην τε και επιπόθησιν, και ταύταις ασπασμόν και τιμητικήν προσκύνησαν απονέμειν, ου μην την κατά πίστιν ημών αληθινήν λατρείαν, η πρέπει μόνη τη θεία φύσει - αλλ’ ον τρόπον τω τύπω του τιμίου και ζωοποιού σταυρού και τοις αγίοις εύαγγελίοις και τοις λοιποίς ιεροίς αναθήμασι, και θυμιαμάτων και φώτων προσαγωγήν προς την τούτων τιμήν ποιεισθαι, καθώς και τοις αρχαίοις εύσεβώς είθισται. η “γαρ της εικόνος τιμή έπι το πρωτότυπον διαβαίνει”, και ο προσκυνών την εικόνα, προσκυνεί εν αυτή του εγγραφομένου την υπόστασιν. Ούτω γαρ κρατύνεται η των άγιων Πατέρων ημών διδασκαλία, είτουν παράδοσις της Καθολικής Εκκλησίας, της από περάτων εις πέρατα δεξαμένης το ευαγγέλιον».
Οι άγιοι Πατέρες ως εκ τούτου απεδείχθησαν υπέρμαχοι όχι μόνον των αγίων εικόνων αλλά, στην ουσία, αυτού του ιδίου του μυστηρίου της Ενανθρωπήσεως του Υιού του Θεού: «Πάλαι μεν ο Θεός ο ασώματος τε και ασχημάτιστος ουδαμώς εικονίζετο, νυν δε σαρκί οφθέντος Θεού και τοις ανθρώποις συναναστραφέντος εικονίζω Θεού το ορώμενον. Ού προσκυνώ τη ύλη, προσκυνώ δε τον της ύλης δημιουργόν, τον ύλην δι’ εμέ γενόμενον και εν ύλη κατοικήσαι καταδεξάμενον και δι’ ύλης την σωτηρίαν μου εργασάμενον, και σέβων ου παύσομαι την ύλην, δι’ ης η σωτηρία μου είργασται». Προσλαμβάνοντας την ανθρώπινη φύση, ο Λόγος του Θεού την θέωσε χωρίς εκείνη να χάσει τα ιδιώματά της. Γι’ αυτό τον λόγο, ενώ εν τη δόξα Του είναι ακατάληπτη στις αισθήσεις μας, η ανθρώπινη φύση του Σωτήρος δύναται ωστόσο να αποτυπωθεί. η εικόνα του Χριστού - την πιστότητα της οποίας φυλάσσει η παράδοση της Εκκλησίας - καθίσταται κατά συνέπεια αληθής παρουσία του θεανθρώπινου προτύπου της, αγωγός χάριτος και αγιασμού σε όσους με πίστη της απονέμουν τιμητική προσκύνηση.
Η δεύτερη Σύνοδος της Νικαίας είναι η έβδομη και τελευταία Οικουμενική Σύνοδος που αναγνωρίζει η Ορθόδοξος Εκκλησία. Ωστόσο αυτό δεν σημαίνει ότι δεν μπορούν να συγκληθούν στο μέλλον άλλες οικουμενικές Σύνοδοι, άλλα ότι ως έβδομη η Σύνοδος της Νικαίας συμπληρώνει τον αριθμό που μέσα στην Αγία Γραφή αντιπροσωπεύει την τελειότητα και ολοκλήρωση (π.χ., Γεν. 2, 1-3). Σφραγίζει το πέρας της περιόδου των δογματικών συγκρούσεων, που επέτρεψαν στην Εκκλησία να διευκρινίσει με σαφείς και ακριβείς ορισμούς τα όρια της ορθοδόξου πίστεως. Εφεξής, κάθε αίρεση δύναται και θα δύναται να αναχθεί σε μία από τις πλάνες που αναθεμάτισε η Εκκλησία στις οικουμενικές συνόδους, από την πρώτη (325 μ.Χ.) έως την έβδομη (787 μ.Χ.) εν Νικαία Σύνοδο.
Βιογραφία
Eν ταις βασάνοις χρυσός οίον καμίνω,
Xρυσή εδείχθης ηγλαϊσμένη όλη.
Η Αγία Χρυσή γεννήθηκε στο χωριό Σλάτενα (σημερινή Χρυσή) της επαρχίας Αλμωπίας Νομού Πέλλης. Ο πατέρας της ήταν φτωχός και είχε τέσσερις θυγατέρες. Η Χρυσή ήταν ωραία στο σώμα και στην ψυχή.
Κάποτε, ενώ βρισκόταν μαζί με άλλες γυναίκες στους αγρούς και μάζευε καυσόξυλα, την απήγαγε κάποιος Τούρκος και τη μετέφερε στο σπίτι του. Ο Τούρκος προσπάθησε με κολακείες να την εξισλαμίσει και να την κάνει γυναίκα του. Η Χρυσή όμως αντιστάθηκε και δυναμικά απάντησε: «Εγώ τον Χριστό μόνο γνωρίζω για νυμφίο μου, που δεν θα αρνηθώ και αν ακόμα με κομματιάσεις». Οι γονείς και οι συγγενείς της Χρυσής, με εξαναγκασμό των Τούρκων, την παρακαλούσαν να δεχτεί τον μωαμεθανισμό για να σωθεί. Αλλά η μεγαλόψυχη Χρυσή τους απάντησε ότι: «πατέρα έχω τον Κύριό μου Ιησού Χριστό, μητέρα την Κυρία Θεοτόκο, αδελφούς δε και αδελφές έχω τους Αγίους και τις Αγίες της Εκκλησίας μας».
Μπροστά λοιπόν στη σταθερότητα της Χρυσής, οι Τούρκοι απάντησαν με φρικτά βασανιστήρια. Τελικά στις 13 Οκτωβρίου 1795 μ.Χ., κατέκοψαν το σώμα της με μαχαίρια και έτσι πανάξια έλαβε το στεφάνι του μαρτυρίου από τον Νυμφίο Χριστό.