Σύναξη του Αγίου Ιωάννη Προδρόμου και Βαπτιστού - Άγιος Cedd επίσκοπος Σκωτίας - Άγιος Αθανάσιος εξ Ατταλείας
Βιογραφία
Ἐμὴ σε γλῶσσα Κήρυξ πῶς ἂν αἰνέσῃ,
Ὃν γλῶσσα Χριστοῦ γηγενῶν μείζω λέγει;
Μνήμη ἐβδομάτη Προδρόμου λάχεν αἰδοίοιο.
Την επομένη ημέρα των Θεοφανίων καθιερώθηκε να εορτάζουμε, τη μνήμη του πανίερου προφήτη Ιωάννη Προδρόμου. Ο Ιωάννης ήταν γιος του ιερέα Ζαχαρία και της Ελισάβετ. Μέχρι τα τριάντα του χρόνια, ζει ασκητική ζωή στην έρημο της Ιουδαίας, αφιερωμένη ολοκληρωτικά στην προσευχή, τη μελέτη και την πνευματική και ηθική τελειοποίηση. Το ρούχο του ήταν από τρίχες καμήλας, στη μέση του είχε δερμάτινη ζώνη και την τροφή του αποτελούσαν ακρίδες και άγριο μέλι. Με μορφή ηλιοκαμένη, σοβαρός, αξιοπρεπής και δυναμικός, ο Ιωάννης φανέρωνε αμέσως φυσιογνωμία έκτακτη και υπέροχη. Είχε όλα τα προσόντα μεγάλου και επιβλητικού κήρυκα του θείου λόγου. Έτσι, με μεγάλη χάρη κήρυττε «τα πλήθη». Κατακεραύνωνε και χτυπούσε σκληρά τη φαρισαϊκή αλαζονική έπαρση, που κάτω από το εξωτερικό ένδυμα της ψευτοαγιότητας έκρυβε τις πιο αηδιαστικές πληγές ψυχικής σκληρότητας και ακαθαρσίας. Γενικά, η διδασκαλία του συνοψίζεται στη χαρακτηριστική φράση του: «Μετανοείτε· ήγγικε γαρ ή βασιλεία των ουρανών», προετοιμάζοντας, έτσι, το δρόμο του Κυρίου μας Ιησού Χριστού για το σωτήριο έργο Του. Όταν ο Χριστός άρχισε τη δημόσια δράση του, ο κόσμος άφηνε σιγά-σιγά τον Ιωάννη και ακολουθούσε Αυτόν. Η αντιστροφή αύτη, βέβαια, θα προκαλούσε μεγάλη πίκρα και θα γεννούσε αγκάθια ζήλειας και φθόνου σ' έναν, εκτός χριστιανικού πνεύματος, διδάσκαλο ή φιλόσοφο. Αντίθετα, στον Ιωάννη προκάλεσε μεγάλη χαρά και ευφροσύνη. Η γιορτή αυτή του Ιωάννου του Προδρόμου, για τον όποιο ο Κύριος είπε ότι κανείς άνθρωπος δε στάθηκε μεγαλύτερος του, καθιερώθηκε τον 5ο μ.Χ. αιώνα.
Επίσης, σήμερα εορτάζουμε και το γεγονός της μεταφοράς στην Κωνσταντινούπολη της τιμίας Χειρός του Αγίου Ιωάννου του Προδρόμου, που έγινε κατά τον ακόλουθο τρόπο: Όταν ο Ευαγγελιστής Λουκάς πήγε στην πόλη Σεβαστή, όπου τάφηκε ο Πρόδρομος, παρέλαβε από τον τάφο του το δεξί του χέρι, το μετέφερε στην Αντιόχεια, όπου χάριτι Θεού επιτελούσε πολλά θαύματα. Από την Αντιόχεια, το Ιερό χέρι, μετακομίστηκε στην Κωνσταντινούπολη το 957, από τον διάκονο Ιώβ. Εκεί ο φιλόχριστος αυτοκράτορας, αφού την ασπάστηκε με πολύ σεβασμό, την τοποθέτησε στα βασιλικά ανάκτορα. Η σύναξη των πιστών, σε ανάμνηση του γεγονότος της μετακομιδής της τιμίας Χείρας του Προδρόμου στην Κωνσταντινούπολη, ετελείτο στην περιοχή του Φορακίου (ή Σφωρακίου).
Επίσης, σήμερα εορτάζουμε και το Θαύμα του Προδρόμου στη Χίο κατά των Αγαρηνών.
Βιογραφία
Ο Άγιος Cedd καταγόταν από ευσεβή οικογένεια. Μαζί με τα άλλα τρία αδέλφια του ακολούθησαν τον μοναχικό βίο και έγιναν μοναχοί. Σπούδασε στη Μονή του Λίντισφαρν, που διηύθυνε ο Άγιος Αϊδανός. Μετά το πέρας των σπουδών κλήθηκε από τον βασιλιά Πεάντα της Μέρσια, για να κηρύξει το Ευαγγέλιο στο βασίλειό του. Εργάστηκε ιεραποστολικά και στο βασίλειο της ανατολικής Σαξωνίας. Ο Άγιος βάπτισε χιλιάδες ειδωλολάτρες, ίδρυσε ναούς και μοναστήρια. Αργότερα εξελέγη Επίσκοπος και χειροτονήθηκε από τον Άγιο Φιννιανό. Ο Άγιος Cedd διακρινόταν για την παρρησία, την πνευματική του ανδρεία και την αυστηρότητα του ασκητικού του βίου. Κοιμήθηκε κατά το έτος 664 μ.Χ., όταν η επιδημία της πανώλης θέρισε τον πληθυσμό.
Άγιος Αθανάσιος εξ Ατταλείας
Βιογραφία
Ουχί παλαιός Aθανάσιος πέλει.
Ούτος, νέος δε, Μάρτυς εστί Κυρίου.
Ο Άγιος Αθανάσιος γεννήθηκε στην Αττάλεια και ζούσε στη Σμύρνη, όπου συναναστρεφόταν με Οθωμανούς, που συνεχώς τον κορόιδευαν για την πίστη του. Αν και αγράμματος, ο Αθανάσιος απαντούσε εύστοχα στις κοροϊδίες αυτές, έτσι ώστε οι Οθωμανοί πολλές φορές έμεναν άφωνοι.
Κάποια μέρα ο Αθανάσιος ακούστηκε να λέει στα τούρκικα τη φράση «Δόξα τῷ Θεῷ» (Λάϊ λαλά). Συνελήφθη λοιπόν από τους πιο πάνω Οθωμανούς, με την αιτιολογία ότι δήθεν με τη φράση του αυτή, ομολόγησε πίστη στον Μωάμεθ. Και έτσι οδηγήθηκε στον κριτή. Επειδή όμως δεν υπέκυπτε στις αξιώσεις του Ιεροδικαστή να εξισλαμιστεί, αποκεφαλίστηκε την 7η Ιανουαρίου 1700 μ.Χ. στη Σμύρνη, μετά από φρικτά βασανιστήρια πολλών ήμερων. Μετά από τρεις ήμερες και με άδεια του κριτή, χριστιανοί παρέλαβαν το Ιερό λείψανο και το έθαψαν με τιμές στον ναό της Αγίας Παρασκευής.
Μνήμη του υπό του τιμίου Προδρόμου γεγονότος θαύματος εν Χίω κατά των Αγαρηνών
Βιογραφία
Ναόν σὸν ἐφύλαξας χειρῶν βεβήλων
Δυσσεβεῖς ὀλέσας, Πρόδρομε θεῖε.
Το θαύμα αυτό χρονολογείται το έτος 1740 μ.Χ., όταν Αγάδες της Χίου επιχείρησαν να μετατρέψουν τον Ιερό Ναό του Αγίου Ιωάννου στην Ατσίκη της πόλης της Χίου σε τζαμί. Αναφέρεται, λοιπόν, ότι το βράδυ των Θεοφανείων εκείνου του έτους και ενώ βρίσκονταν στο ναό οι ιερείς και οι διάκονοι προετοιμάζοντας τον εορτασμό της επόμενης μέρας, σημειώθηκε σεισμός ιδιαιτέρως αισθητός στο εσωτερικό του ναού προκαλώντας ταραχή και ανησυχία. Πλησίον του ναού βρισκόταν ο πύργος, όπου πραγματοποιούσαν συνάντηση οι αγάδες που σχεδίαζαν να κάνουν τον ναό τζαμί. Μόνον ένας εξ αυτών διαφωνούσε με το σχέδιο. Με το σεισμό κατέρρευσε ο χώρος όπου βρίσκονταν οι αγάδες, σκοτώνοντάς τους όλους, εκτός από εκείνον που διαφωνούσε με τη δημιουργία του τζαμιού! Ο υπόλοιπος πύργος, στον οποίο ζούσαν οι γυναίκες και τα παιδιά των αγάδων, έμεινε ανέπαφος! Το γεγονός θεωρήθηκε σημείο του Αγίου και τα σχέδια της μετατροπής του ναού του Αγίου Ιωάννου σε τζαμί δεν πραγματοποιήθηκαν ποτέ!
Η διήγηση του θαύματος από τον Μέγα συναξαριστής της Ορθοδόξου Εκκλησίας έχει ως εξής:
«(¹) ΙΩΑΝΝΗΣ ὁ τοῦ Χριστοῦ Τίμιος Πρόδρομος καί Βαπτιστής ἀείποτε πολλά θαύματα τελεῖ, ἕν δέ ἐξ αὐτῶν εἶναι καί τό κατωτέρω. Περί τά μέσα τῆς δεκάτης ὀγδόης ἑκατονταετηρίδος, ἤτοι εἰς τά 1740, ὁ Μέγας Πρόδρομος, ἡ θαυμαστή δεξιά τοῦ Ὑψίστου, ἐνήργησε μέγα καί ἐξαίσιον θαῦμα, μνημονευόμενον καί λαλούμενον καί μετά χαράς ἐξιστορούμενον ἀπό ἐκείνους, οἱ ὁποῖοι αὐτόπται τοῦ θαύματος ἔγιναν, καί αἱ χεῖρες αὐτῶν ὑπηρέτησαν εἰς τά τότε παραδόξως γενόμενα· ἔχει δέ οὕτως ἡ διήγησις:
Ἔξω τῆς πόλεως,κατά τό μέρος ὅπερ ὀνομάζεται Ἀτζική, ὀλίγον τι διάστημα μακράν ἀπό τήν χώραν, εὑρίσκεται Ναός ἐπ’ ὀνόματι τοῦ Τιμίου ἐνδόξου Προφήτου, Προδρόμου καί Βαπτιστοῦ Ἰωάννου τιμώμενος. Γύρωθεν εἰς τά μέρη ἐκεῖνα εὑρίσκονται καί πύργοι πολλοί τῶν Ὀθωμανῶν, οἱ ὁποῖοι ἐπειδή δέν ἔχουν πλησίον τζαμί, ἀναγκάζονται νά μεταβαίνωσιν εἰς τήν χώραν, ὅπου εἶναι τά τζαμιά, διά νά κάμουν τήν προσευχήν των, καί μάλιστα τοῦτο ἀναγκάζονται νά κάμνουν ἀπαραιτήτως εἰς τόν καιρόν τοῦ ραμαζανίου καί τοῦ μπαϊραμίου. Ἔχει δέ τό πρᾶγμα δυσκολίαν τινά, ἐπειδή πολλάκις συμβαίνει νά εἶναι ψῦχος δριμύ καί βροχαί πολλαί.
Λοιπόν τί ἀνέβη εἰς τόν νοῦν τῶν πονηρῶν τούτων γειτόνων τοῦ θείου Βαπτιστοῦ; Ἐβουλήθησαν οἱ ἀνόητοι νά πάρουν μέ βίαν τόν θεῖον τοῦτον Ναόν, διά νά τόν μετασκευάσουν εἰς ἰδικόν των βέβηλον τζαμί· ἦσαν δέ οὗτοι οὐχί ἰδιῶται τινές καί ἄσημοι ἐκ τοῦ κοινοῦ λαοῦ, ἀλλά τῆς πόλεως οἱ πρῶτοι, ἀγιάννηδες δηλαδή, κοινῶς μπέηδες καλούμενοι, ἑπτά ὄντες τόν ἀριθμόν. Τοῦτο λοιπόν τό παρανομώτατον ἔργον βουληθέντες νά κάμωσι, δέν ἔκριναν εὔλογον νά τό κάμουν ἰδία δυναστεία, ἀλλά μέ βασιλικήν δύναμιν καί ἀπόφασιν, διά τό ἀσφαλέστερον.
Ἔγραψαν λοιπόν τά ἀναγκαία πρός τοῦτο γράμματα εἴς τε τόν καπιτάν πασᾶν καί ἄλλους σημαίνοντας Χίους, οἱ ὁποῖοι ἦσαν μέσα εἰς τά βασίλεια, διά νά ἠμπορέσουν μέ τήν συνέργειαν αὐτῶν νά λάβουν τό ποθητόν φιρμάνι εἰς τήν μελετωμένην ὑπόθεσίν των· δύο ὅμως ἐκ τῶν εἰρημένων ἑπτά αγάδων δέν εἰσῆλθον εἰς τήν βουλήν αὐτῶν, μάλιστα δέ ἠμπόδιζον καί τούς ἄλλους λέγοντες· «Λείψατε ἀπό τοιοῦτον ἐπιχείρημα, μή τύχη καί γελοιοποιηθῆτε». Ὅθεν καί τά γράμματα τά ὁποία ἔστειλαν ἐκεῖνοι δέν τά ὑπέγραψαν οἱ δύο οὗτοι, ὅμως δέν εἰσηκούσθησαν. Τά γράμματα λοιπόν ἐξαπέστειλαν δία θαλάσσης μέ ἄνθρωπον πιστόν ἰδικόν των καί, ὡς φαίνεται, ἔμελλον οἱ κατάρατοι οὗτοι νά ἐπιτύχουν τό ἀσεβέστατον ζήτημά των, καί διά τοῦτο ἐπέβλεψεν ἐξ οὐρανοῦ ὁ Κύριος, ὁ τῶν ἀδικουμένων καί ἀπορουμένων κραταιός βοηθός καί ὑπερασπιστής τῆς Ἁγίας Πίστεώς μας καί διεσκέδασε παραδόξως τήν ἄθεον τῶν ἀσεβῶν βουλήν καί ἐπιχείρησιν· καί παρακαλῶ, ἀδελφοί, προσέχετε μέ τήν πρέπουσαν εὐλάβειαν.
Ἑσπέρα καί νύξ ἐγένετο τῆς ἕκτης τοῦ Ἰανουαρίου μηνός, ὕστερον ἀπό τήν ὁποίαν, ἤτοι κατά τήν ἑβδόμην, ἡ τοῦ Τιμίου Προδρόμου τελεῖται σύναξις, καί ἡ ἑορτή τοῦ θείου ἐκείνου Ναοῦ τότε γίνεται· συνέπεσε δέ εἰς τόν αὐτόν καιρόν καί τό ραμαζάνι τῶν Ἀγαρηνῶν. Λοιπόν δειπνήσαντες οἱ ρηθέντες ἀγάδες, κατέβησαν εἰς τήν χώραν κατά τήν συνήθειαν ἔφιπποι, διά νά ἐπιτελέσουν εἰς τό τζαμί τό ναμάζι των. Τήν δέ νύκτα ἐκείνην σεισμός μέγας καί τάραχος ὑπερβολικός ἔγινεν εἰς τόν Ναόν τοῦ θείου Προδρόμου, ὥστε ὁ ἱερεύς τοῦ Ναοῦ καί ἐκεῖνοι οἱ ὁποῖοι ἐφύλαττον τά σκεύη καί τόν κόσμον τῆς Ἐκκλησίας ἔλαβον φόβον μέγαν, διότι ἐφάνη εἰς αὐτούς ὡσάν νά ἔπεσεν εἰς τήν γῆν ἡ στέγη τῆς Ἐκκλησίας. Ἐφανέρωσαν δέ ὅλα ἐκεῖνα τά φοβερά σημεῖα, ὅτι ὁ Μέγας Πρόδρομος εὑρέθη εἰς ἀγῶνα νά φυλάξῃ ἀπό τήν ἀσέβειαν τόν θεῖον Ναόν του κατά τήν νύκτα ἐκείνην τῆς σεβασμίας του ἑορτῆς. Ἐπιστρέφοντες δέ οἱ ἀγάδες ἐκεῖνοι ἀπό τήν χώραν, οἱ μέν ἕξ κατέβησαν εἰς τόν πύργον, ὅστις εἶναι εἰς τήν γέφυραν, ὅπου καί τά συμβούλιά των ἔκαμνον, ὁ δέ ἕβδομος, ὅστις καί δέν ἔκλινεν εἰς τήν βουλήν των, ἐτράβηξεν ἐμπρός τόν δρόμον, ἄν καί παρεβίαζον αὐτόν οἱ ἄλλοι νά πεζεύσῃ καί ἐκεῖνος ἐκεῖ μέ τούς ἄλλους ὁμοῦ· ἐκεῖνος ὅμως δέν ἐπείσθη, καί ἀπεκρίθη πρός αὐτούς· «Ὑπάγω νά ἀφήσω εἰς τό σπίτι τό ἄλογον καί ἔρχομαι».
Ὁ πύργος ἦτο τριώροφος καί αὐτοί διά τό ψῦχος τοῦ καιροῦ ἐκάθηντο εἰς τό κάτω μέρος ὡς θερμότερον· ἦτο δέ ὁμοῦ μέ τούς ἕξ καί ἐκεῖνος ὁ ἄλλος, ὅστις δέν εἶχε συμφωνήσει μέ τήν βουλήν τῶν πέντε. Λοιπόν ἐκεῖ ὅπου ἐκάθηντο φαιδροί καί ἀγαλλόμενοι καί φλυαροῦντες περί τῆς ὑποθέσεως, καί εἷς μάλιστα ἐξ αὐτῶν θρασυνόμενος ἔλεγεν, ὅτι αὐτός θά ἀναβῇ νά φωνάξη ἐπάνω εἰς τήν Ἐκκλησίαν τό ἀσεβέστατον κήρυγμα, τότε δή πρίν ἀκόμη γυρίση ἐκεῖνος ὁ ἀθῷος (ὦ τῆς θαυμαστής καί μεγάλης σου δυνάμεως, Τίμιε Πρόδρομε!) αἴφνης ἔπεσον αἱ τρεῖς στέγαι, αἱ ὁποῖαι ἦσαν τρεῖς θόλοι, καί κατεπλάκωσαν ἐκείνους τούς τολμητίας καί γραφικῶς εἰπεῖν κατέβησαν εἰς ᾄδου ζῶντες καί ἐξέλιπον καί ἀπώλοντο διά τήν ἀνομίαν αὐτῶν, χωρίς νά πάθη τίποτε κανείς ἄλλος ἀπό τήν οἰκίαν·ὅτι κατά τήν συνήθειαν τῶν Ὀθωμανῶν οἱ γυναικωνῖται των ἦσαν χωριστά· ὅθεν καί δείκνυται, ὅτι θεϊκῆς ὀργῆς ἔργον ἐστάθη ἐκεῖνος ὁ κρημνισμός πρῶτον εἰς μόνον τόν ἀνδρωνίτην καί ὄχι εἰς τόν γυναικωνίτην, ὅπου ἦτο πλῆθος γυναικῶν καί παιδίων ἀθῴων. Δεύτερον, τό ὁποῖον εἶναι καί παραδοξότατον καί ἀποδεικτικώτατον τῆς θείας ὀργῆς, ἐστάθη, ὅτι δύο πλάκες μεγάλαι, ὡσάν ἀπό λογικήν δύναμιν διωρισμέναι, ἑνωθεῖσαι κατά τό ἕτερον μέρος εἰς σχῆμα γωνίας, ἐφύλαξαν ζῶντα καί ἀβλαβῆ ἐκεῖνον ὅστις ἀντέλεγεν εἰς τήν ἀσεβῆ τῶν ἄλλων βουλήν· καί ὅταν μετά ταῦτα ἔσκαπτον, διά νά ἐκβάλλουν τῶν ἄλλων τά πτώματα, ἐκεῖνος κάτωθεν ἐβόα, ὅτι εἶναι ζωντανός, καί οὕτως ἐκεῖνον μόνον ἐξέβαλον ἀβλαβῆ, ὥστε οὔτε τά ἐνδύματά του δέν ἔλαβον καμμίαν βλάβην.
Ποία ἄλλη μεγαλυτέρα καί λαμπροτέρα ἀπόδειξις ἠμπορεῖ νά γίνῃ ἀπό ταύτην; Πῶς ὁ θεῖος Πρόδρομος ἀπώλεσεν ἐκείνους τούς ἀσεβεῖς, καί τόσον παράδοξα διεσώθη ἐκεῖνος ὁ ἀθῷος, ὁ ὁποῖος λέγουσιν ὅτι ἔζησε χρόνους τριάκοντα, καθώς καί ἐκεῖνος ὁ ἄλλος, ὅστις, ἀθῷος ὤν, εὑρέθη εἰς τόν πύργον του καί ἀπέθανεν ὑπέργηρως, Τοπτζίμπασης ὀνομαζόμενος καί ὑπό πάντων κηρυττόμενος, ὅτι παραδόξως ἐγλύτωσε; Καί τούτους μέν τούς τρισαλιτηρίους οὕτω μετῆλθεν ἡ θεία δίκη. Ἐπειδή δέ, ὡς εἴπομεν, διά θαλάσσης εἶχον στείλει καί ἄνθρωπον μέ γράμματα, ὁ θεῖος Πρόδρομος, κάμνων τέλειον τό ἔργον του, παρέπεμψε καί ἐκεῖνον εἰς τόν βυθόν τῆς θαλάσσης μετά τῶν ἀσεβεστάτων εκείνων γραμμάτων, καί ὡς φαίνεται διά νά μή συκοφαντήσουν οἱ ἐχθροί τῆς πίστεως τήν ἀλήθειαν, διότι εὔκολα ἤθελον εἴπει ὅτι οἱ Χριστιανοί, οἵτινες ἤξευρον τήν ὑπόθεσιν, τόν ἔπνιξαν, ἡ Θεία Πρόνοια ἔκαμε ὅλον τό πλοῖον ὁμοῦ καί ἐπῆγεν αὔτανδρον καί οὕτω πανταχόθεν αἱ ἐλπίδες τῶν ἀσεβῶν ἔσβησαν. Λοιπόν διαδοθείσης τό πρωί τῆς ὀλεθριωτάτης τῶν ἀσεβῶν φήμης εἰς τήν χώραν, δύο ἐναντιώτατα πάθη ἐπηκολούθησαν, εἰς μέν τούς ἀσεβεῖς θρῆνος καί κλαυθμός πολύς, μετά πολλῆς καί μεγάλης αἰσχύνης καί ἐντροπῆς, εἰς δέ τούς εὐσεβεῖς ὅλον τό ἐναντίον, χαρά καί εὐφροσύνη καί ἀγαλλίασις.
Καί ὄντως ἐνταῦθα ἐπληρώθη τό ψαλμικόν, λέγον· «Τό ἑσπέρας αὐλισθήσεται κλαυθμός, καί εἰς τό πρωί ἀγαλλίασις»· ὅτι φανερά ἦσαν τά κινήματα τῶν ἀπίστων, καί παρρησία ἠπείλουν λέγοντες τά μελετώμενα, τά ὁποία φανερά καί ἀναντιρρήτως ἀντέστρεψε καί ἐματαίωσεν ὁ θεῖος Πρόδρομος, ἐφ’ ὅσον ἀνθρωπίνη δύναμις δέν ἠδύνατο νά ἀντιπράξῃ εἰς τῶν ἀνόμων τάς βουλάς. Τόσον δέ ἐστάθη πολλή καί μεγάληἐκείνη ἡ θεία ὀργή, ὥστε ἔκτοτε καί μέχρι τῆς σήμερον μένει ἔρημος καί ἀκατοίκητος ὁ πύργος ἐκεῖνος, μέ μόνους τούς ὑψηλούς τέσσαρας τοίχους, πού ἀκόμη στέκουν ὄρθιοι, διά νά μαρτυροῦν ὅτι «Κύριος διασκεδάζει βουλάς ἐθνῶν» καί πληροῦται ὡς ἀληθῶς καί ἐνταῦθα ἡ Δαβιδική Προφητεία ἤ μᾶλλον εἰπεῖν κατάρα, ἡ λέγουσα «Γεννηθήτω ἡ ἔπαυλις αὐτῶν ἐρημωμένη καί ἐν τοῖς σκηνώμασιν αὐτῶν μή ἔστω ὁ κατοικῶν». Θέαμα κατά ἀλήθειαν καί λάλημα εἰς μέν τούς εὐσεβεῖς τερπνότατον καί ὑπερήδιστον, εἰς δέ τούς ἀσεβεῖς πένθους καί αἰσχύνης ἀϊδίου παραίτιον καί τά δύο ταῦτα ἐναντία κατά πᾶσαν ἀνάγκην συμβαίνοντα. Εἶναι καί ἄλλα παρατηρήματα, διά τῶν ὁποίων ἔτι περισσότερον βεβαιοῦται ἡ ἀλήθεια τοῦ ἐξαισίου θαύματος, ὅμως, διά νά μή φέρωμεν τόν λόγον ἔξω τοῦ μετρίου, ἀρκούμεθα εἰς τά εἰρημένα, τά ὁποία, ὡς ἐδείχθησαν, εἶναι ἀναντίρρητα καί κάμνομεν τέλος εὐχαριστοῦντες καί δοξάζοντες τόν τερατουργόν Ἰησοῦν Χριστόν καί τόν Μέγαν αὐτοῦ Πρόδρομον εἰς τούς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν.
(¹)Ἡ διήγησις περί τοῦ θαύματος τούτου συνεγράφη ὑπό τοῦ ἀοιδίμου Ἱεροδιδασκάλου Ἀθανασίου τοῦ Παρίου, παρελήφθη δέ ἐκ τοῦ «Νέου Λειμωναρίου».
Πηγή: Ὁ Μέγας συναξαριστής τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας. Ἐκδίδεται ἀναλώμασι καί ἐπιμελείᾳ, του ἐν Μοναχοῖς ἐλαχίστου Βίκτωρος Ματθαίου Καθηγουμένου τῆς ἐν Κρονίζη, Κουβαρᾶ Ἀττικῆς Ἱερᾶς καί σεβασμίας Δεσποτικῆς Μονῆς Μεταμορφώσεως του Σωτῆρος. Ἔκδοσις τρίτη, Ἀθῆναι 1970 (σελ. 182 – 185)».