Μαντί Καμαρά: Η δύναμη της μάχης που απαντά στον εαυτό του (vids). Ο 27χρονος χαφ από τη Γουινέα με τα "αποφασιστικά γκολ" έχει βρει νέα κίνητρα για να σκαρφαλώσει στα ψηλά.
Τα τρία από τα έξι γκολ που έχει πετύχει ο Μαντί Καμαρά στη φετινή Superleague για λογαριασμό του ΠΑΟΚ είναι τέτοια. Η κεφαλιά στις καθυστερήσεις στο Περιστέρι στη νίκη 2-1 επί του Ατρόμητου, άλλη μια κεφαλιά στις καθυστερήσεις, στο Αγρίνιο στο 1-0 επί του Παναιτωλικού. Και η χθεσινή κεφαλιά στο 1-0 του ΠΑΟΚ επί του Λεβαδειακού στην Τούμπα, που μπορεί να μην επιτεύχθηκε τόσο αργά στο ματς (82’), όμως ήταν ξεκάθαρο ότι έλυσε έναν γόρδιο δεσμό, από τον οποίο ο δικέφαλος του βορρά δύσκολα θα ξέφευγε.
Δεν είναι καθόλου άσχημη συγκομιδή για έναν αμυντικό χαφ, ο οποίος προφανώς δεν έχει πρώτη προτεραιότητά του το σκοράρισμα. Τα λεγόμενα «αποφασιστικά γκολ», πάντως, είχαν σημαδέψει την ποδοσφαιρική του καριέρα από τα πρώτα επαγγελματικά του βήματα, στην Αζαξιό της Κορσικής.
Κατ’ αρχάς, ήταν αυτός που πέτυχε το νικητήριο γκολ στο τελευταίο ματς της κανονικής περιόδου 2016-17 με την Τουρ (3-2), μάλιστα στο 89’. Και κυρίως, ήταν αυτός που την επόμενη σεζόν «ευθύνεται» για την άνοδο της Αζαξιό. Με το δικό του γκολ, στο 120+5’ (!) η Αζαξιό ισοφάρισε την Χάβρη σε 2-2 και το δραματικό μπαράζ οδηγήθηκε στα πέναλτι, όπου οι Κορσικανοί επικράτησαν με 5-3. Ήταν κι ένας απ’ αυτούς που πήραν την ευθύνη στην ψυχοβγαλτική διαδικασία και ευστόχησαν, μάλιστα σ’ εκείνο το μπαράζ αναγκαστικά είχε αγωνιστεί ως σέντερ μπακ.
Άνθρωπος της τελευταίας στιγμής, λοιπόν; Μάλλον… μαχητής. Αυτό σημαίνει και το όνομα με το οποίο τον γνωρίζουμε. «Μαντί» στη γλώσσα των μαντίνγκα, της φυλής του, σημαίνει «δύναμη στη μάχη». Το… κανονικό του όνομα είναι Μοχάμεντ, αλλά όλοι τον γνωρίζουν με το μεσαίο όνομα. Είναι κάτι πολύ συνηθισμένο στη Γουινέα, όπου το «Καμαρά» (που προέρχεται από την αραβική λέξη καμάρ, το φεγγάρι) είναι ένα από τα πιο συνηθισμένα επώνυμα, μαζί με το Ντιαλό και το Κεϊτά.
Αυτή η αυτοπεποίθηση την είχε από τα μικρά του χρόνια. Γεννημένος το 1997 στο Ματάμ, έναν από τους πέντε δήμους του Κονακρί, την πρωτεύουσα της Γουινέας, ξεκίνησε από την Καλούμ, μια από τις πιο ιστορικές ομάδες της χώρας. Στα 16 του χρόνια, το 2013, ζήτησε μόνος του να μεταγραφεί στη Σαντόμπα, μια μικρομεσαία ομάδα της πρωτεύουσας, για να βρει περισσότερο χρόνο και να αναδείξει το παιχνίδι του.
Κι όχι μόνο αυτό. Το καλοκαίρι του 2016 δεν δίστασε να πληρώσει από την τσέπη του ένα ταξίδι στην Κορσική για να δοκιμαστεί από την Αζαξιό. O Βέλγος προπονητής Ιβάν Μινάρ, που τον είχε καθοδηγήσει στα πρώτα του βήματα, πήρε ένα τηλέφωνο απλά για να τον περιμένουν. Τον διαβεβαίωσε ότι θα έβρισκε συμβόλαιο επαγγελματικό, αν όχι στην Αζαξιό, σε άλλη γαλλική ομάδα. Ο Μαντί δεν ήθελε τίποτε άλλο για να ξεκινήσει ένα ταξίδι στο άγνωστο.
Η διετία στη Λιγκ 2 σφραγίστηκε από την δραματική εκείνη άνοδο, αλλά πιστοποίησε ότι το αδιάκοπο τρέξιμό του, η δύναμη που έμπαινε στις φάσεις, η τεχνική του κατάρτιση και η ανταπόκρισή του όταν… έσφιγγαν τα γάλατα, κατά το κοινώς λεγόμενο, χτύπησε το καμπανάκι του Φρανσουά Μοντεστό. Ο Κορσικανός τότε παράγοντας του Ολυμπιακού εννοείται ότι είχε σπουδαίες κεραίες στο νησί και ήταν αυτός που εισηγήθηκε την απόκτηση του 21χρονου τότε Μαντί από τον Ολυμπιακό, το καλοκαίρι του 2018. Είναι χαρακτηριστικό ότι η «χρηματιστηριακή» του αξία σύμφωνα με το transfermarkt μέσα σε λίγους μήνες αυξήθηκε από 300.000 ευρώ σε 4 εκ. ευρώ.
Η εξαετία με την οποία συνδέθηκε επαγγελματικά με τον Πειραιά τον έφερε στα πάνω και στα κάτω. Κατ’ αρχάς, είδε την αξία του να εκτοξεύεται το Νοέμβριο του 2021 στα 15 εκ. ευρώ. Με το που έκανε τη μεταγραφή στους πειραιώτες κλήθηκε για πρώτη φορά και στην εθνική ανδρών της πατρίδας του, για να συμμετάσχει στα προκριματικά του Κόπα Άφρικα 2019 και μάλιστα έπαιξε βασικός στα 5 από τα 6 ματς. Συμμετείχε και στην τελική φάση εκείνης της διοργάνωσης, η οποία ήταν το μοναδικό μεγάλο ραντεβού που’ χει προλάβει ως τώρα.
Με τον Ολυμπιακό έπαιξε συνολικά 210 ματς. Σε κάποια εντυπωσίασε, σε άλλα περπατούσε. Τα υψηλά στάνταρ που είχε ο ίδιος δείξει συντέλεσαν στο να… παρεξηγείται πιο εύκολα απ’ όσο άλλοι συμπαίκτες του. Υπήρχε η αίσθηση πως όταν δεν έπαιζε καλά ήταν περισσότερο αποτέλεσμα αδιαφορίας παρά κακής φόρμας.
Ο δανεισμός του στη Ρόμα το καλοκαίρι του 2022 θεωρήθηκε μια καλή ευκαιρία να ανοίξει τα φτερά του, να αποδείξει ότι μπορεί και στο επίπεδο της Serie A και να ενισχύσει το ταμείο του Ολυμπιακού με ένα σεβαστό ποσό. Ο Μουρίνιο του έδωσε ευκαιρίες, έπαιξε 21 ματς και σχεδόν 1.000 λεπτά. Δεν έπιασε. Γύρισε για να σηκώσει τον πέμπτο και σημαντικότερο τίτλο του με τον Ολυμπιακό, το UEFA Conference League, αλλά πλέον η επιδραστικότητά του έφθινε.
Η μεταγραφή του ως ελεύθερος από τον Ολυμπιακό στον ΠΑΟΚ το καλοκαίρι ήταν ένα αίνιγμα. Θα συνέχιζε την καθοδική του πορεία ή θα έβρισκε το δρόμο για τα ψηλά; Μετά από μισή και πλέον σεζόν έχει δώσει τις απαντήσεις του. Κλήθηκε εκ νέου και στην εθνική Γουινέας για τα προκριματικά του Μουντιάλ.