Ακάθιστος Ύμνος - Δ' Στάσις
Τεῖχος εἶ τῶν παρθένων,
Θεοτόκε Παρθένε,
καὶ πάντων τῶν εἰς σὲ προστρεχόντων.
Ὁ γὰρ τοῦ οὐρανοῦ καὶ τῆς γῆς,
κατεσκεύασέ σε ποιητής, Ἄχραντε,
οἰκήσας ἐν τῇ μήτρα σου,
καὶ πάντας σοι προσφωνεῖν διδάξας·
Χαῖρε, ἡ στήλη τῆς παρθενίας,
χαῖρε, ἡ πύλη τῆς σωτήριας.
Χαῖρε, ἀρχηγὲ νοητῆς ἀναπλάσεως,
χαῖρε, χορηγὲ θεϊκῆς ἀγαθότητος.
Χαῖρε, σὺ γὰρ ἀνεγέννησας τοὺς συλληφθέντας αἰσχρῶς,
χαῖρε, σὺ γὰρ ἐνουθέτησας τοὺς συληθέντας τὸν νοῦν.
Χαῖρε, ἡ τὸν φθορέα τῶν φρενῶν καταργοῦσα,
χαῖρε, ἡ τὸν σπορέα τῆς ἁγνείας τεκοῦσα.
Χαῖρε, παστάς ἀσπόρου νυμφεύσεως,
χαῖρε, πιστοὺς Κυρίῳ ἁρμόζουσα.
Χαῖρε, καλὴ κουροτρόφε παρθένων,
χαῖρε, ψυχῶν νυμφοστόλε ἁγίων.
Χαῖρε, Νύμφη ἀνύμφευτε.
Ὕμνος ἅπας ἡττᾶται,
συνεκτείνεσθαι σπεύδων,
τῷ πλήθει τῶν πολλῶν οἰκτιρμῶν σου·
ἰσαρίθμους γὰρ τῇ ψάμμῳ ὠδάς,
ἂν προσφέρωμέν σοι, Βασιλεῦ ἅγιε,
οὐδὲν τελοῦμεν ἄξιον,
ὧν δέδωκας ἡμῖν τοῖς σοὶ βοῶσιν·
Ἀλληλούια.
Φωτοδόχον λαμπάδα,
τοῖς ἐν σκότει φανεῖσαν,
ὁρῶμεν τὴν ἁγίαν Παρθένον·
τὸ γὰρ ἄυλον ἅπτουσα φῶς,
ὁδηγεῖ πρὸς γνῶσιν θεϊκὴν ἅπαντας,
αὐγῇ τὸν νοῦν φωτίζουσα,
κραυγῇ δὲ τιμωμένη ταῦτα·
Χαῖρε, ἀκτὶς νοητοῦ ἡλίου,
χαῖρε, βολὶς τοῦ ἀδύτου φέγγους.
Χαῖρε, ἀστραπὴ τὰς ψυχὰς καταλάμπουσα,
χαῖρε, ὡς βροντὴ τοὺς ἐχθροὺς καταπλήττουσα.
Χαῖρε, ὅτι τὸν πολύφωτον ἀνατέλλεις φωτισμόν,
Χαῖρε, ὅτι τὸν πολύρρυτον ἀναβλύζεις ποταμόν.
Χαῖρε, τῆς κολυμβήθρας ζωγραφοῦσα τὸν τύπον,
χαῖρε, τῆς ἁμαρτίας ἀναιροῦσα τὸν ρύπον.
Χαῖρε, λουτὴρ ἔκπλυνων συνείδησιν,
χαῖρε, κρατὴρ κιρνῶν ἀγαλλίασιν.
Χαῖρε, ὀσμὴ τῆς Χριστοῦ εὐωδίας,
χαῖρε, ζωὴ μυστικῆς εὐωχίας.
Χαῖρε, Νύμφη ἀνύμφευτε.
Χάριν δοῦναι θελήσας,
ὀφλημάτων ἀρχαίων,
ὁ πάντων χρεωλύτης ἀνθρώπων,
ἐπεδήμησε δι’ἑαυτοῦ,
πρὸς τοὺς ἀποδήμους τῆς αὐτοῦ Χάριτος·
καὶ σχίσας τὸ χειρόγραφον,
ἀκούει παρὰ πάντων οὕτως·
Ἀλληλούια.
Ψάλλοντές σου τὸν τόκον,
ἀνυμνοῦμέν σε πάντες,
ὡς ἔμψυχον ναόν, Θεοτόκε.
Ἐν τῇ σῇ γὰρ οὶκήσας γαστρί,
ὁ συνέχων πάντα τῇ χειρὶ Κύριος,
ἡγίασεν, ἐδόξασεν, ἐδίδαξε βοᾶν σοὶ πάντας·
Χαῖρε, σκηνὴ τοῦ Θεοῦ καὶ Λόγου,
χαῖρε, Ἁγία ἁγίων μείζων.
Χαῖρε, κιβωτὲ χρυσωθεῖσα τῷ Πνεύματι,
χαῖρε, θησαυρὲ τῆς ζωῆς ἀδαπάνητε.
Χαῖρε, τίμιον διάδημα βασιλέων εὐσεβῶν,
χαῖρε, καύχημα σεβάσμιον ἱερέων εὐλαβῶν.
Χαῖρε, τῆς Ἐκκλησίας ὁ ἀσάλευτος πύργος,
χαῖρε, τῆς Βασιλείας τὸ ἀπόρθητον τεῖχος.
Χαῖρε, δι' ἧς ἐγείρονται τρόπαια,
χαῖρε, δι' ἧς ἐχθροὶ καταπίπτουσι.
Χαῖρε, χρωτὸς τοῦ ἐμοῦ θεραπεία,
χαῖρε, ψυχῆς τῆς ἐμῆς σωτηρία.
Χαῖρε, Νύμφη ἀνύμφευτε.
Ὦ πανύμνητε Μῆτερ,
ἡ τεκοῦσα τὸν πάντων ἁγίων,
ἁγιώτατον Λόγον·
δεξαμένη γὰρ τὴν νῦν προσφοράν,
ἀπὸ πάσης ρῦσαι συμφορᾶς ἅπαντας,
καὶ τῆς μελλούσης λύτρωσαι κολάσεως,
τοὺς σοὶ βοῶντας·
Ἀλληλούια.
Όσιος Ιλαρίων ο Νέος
Βιογραφία
Δοὺς Ἱλαρίων γῇ τὸ γῆθεν σαρκίον,
Γῆν Μακάρων ᾤκησε τὴν μακαρίαν.
Ὀγδόῃ Ἱλαρίωνα κιχήσατο εἰκάδι πότμος.
Ο Όσιος Ιλαρίων διετέλεσε ηγούμενος της μονής Πελεκητής στην Τριγλία και διακρίθηκε για το ασκητικό του ήθος, το φιλόθεο ζήλο του, το χάρισμα της ελεημοσύνης και τους πνευματικούς αγώνες. Γι' αυτό ο Άγιος Θεός τον προίκισε με το προορατικό χάρισμα. Ο Όσιος κοιμήθηκε με ειρήνη το έτος 754 μ.Χ.
Βιογραφία
Ο Όσιος Ευστράτιος, απόγονος μιας πλούσιας οικογένειας του Κιέβου, διέθεσε στους πτωχούς όλα τα πλούτη του και εγκαταβίωσε στη Λαύρα των Σπηλαίων του Κιέβου, όπου αφιερώθηκε στην άσκηση και τη νηστεία. Στις εικόνες περιγράφεται με ανοιχτού χρώματος μαλλιά, αραιή γενειάδα, ντυμένος με το μοναχικό ράσο και ανυπόδητος.
Μόλις ο Όσιος έγινε μοναχός, άρχισε να αγωνίζεται κατά των σαρκικών παθών και του διαβόλου με τα όπλα του φωτός, την αγρυπνία, την προσευχή και προπαντός την χριστομίμητη νηστεία. Με τον αγώνα και την σκληρή εγκράτεια, ταπείνωσε τους δαίμονες και εξουδετέρωνε τις προσβολές τους. Πάντοτε θυμόταν ότι ο Κύριός του, ο Ιησούς Χριστός, με την σαρανταήμερη νηστεία και την προσευχή Του κατέβαλε τον πονηρό, ενώ αντίθετα ο πρωτόπλαστος Αδάμ, λόγω της αποτυχίας του στο να φανεί εγκρατής, έπεσε και εξορίσθηκε από τον Παράδεισο. Έτσι ο γενναίος Ευστράτιος έλιωσε πραγματικά το σώμα του με την αυστηρή νηστεία, αλλά μαζί με αυτό έλιωσε και τα πάθη και διέλυσε τις δαιμονικές πλεκτάνες. Γι' αυτό επονομάσθηκε Νηστευτής.
Ο Βίος του Οσίου Ευστρατίου περιγράφει, με ιδιαίτερη επιμέλεια, τις περιστάσεις του μαρτυρίου του. Στις 20 Ιουλίου του έτους 1096 μ.Χ., η Λαύρα των Σπηλαίων του Κιέβου, έγινε ξαφνικά στόχος επιθέσεως των Πολόφσκυ, οι οποίοι καθοδηγούμενοι από τον Μπονγιάκ τον Φιλάργυρο, λεηλάτησαν τη μονή και αιχμαλώτισαν μοναχούς και εργάτες αυτής και τους πούλησαν ως σκλάβους στην Βυζαντινή πόλη Χερσόνησο, στην Ταυρίδα.
Ο Όσιος Ευστράτιος και άλλοι πενήντα αιχμάλωτοι αγοράστηκαν από ένα Εβραίο της Χερσονήσου, ο οποίος, για να τους εξαναγκάσει να ασπασθούν την ιουδαϊκή πίστη τους άφησε να υποφέρουν από την πείνα και τη δίψα. Καθώς η αποδοχή του Ιουδαϊσμού σήμαινε απελευθέρωση από την σκλαβιά, μετά από έξι χρόνια σκληρής δουλείας, οι αιχμάλωτοι ήταν έτοιμοι να αρνηθούν τον Χριστό. Ο Όσιος Ευστράτιος, όμως, τους έπεισε να μην αρνηθούν την υπόσχεση που έδωσαν με το βάπτισμα. Μετά από δέκα τέσσερις ημέρες όλοι πέθαναν από πείνα και δίψα, εκτός από τον Όσιο Ευστράτιο, που είχε συνηθίσει στις πολυήμερες νηστείες. Ο ιδιοκτήτης λοιπόν, οργισμένος, τον κατηγόρησε για τον θάνατο των συντρόφων του και διέταξε να σταυρωθεί ανήμερα του Χριστιανικού Πάσχα. Σύμφωνα με τον Βίο, ο Όσιος Ευστράτιος έζησε για δεκαπέντε ακόμα ημέρες επάνω στον σταυρό και βρήκε την δύναμη να συζητήσει με τον Εβραίο ιδιοκτήτη εάν ο σταυρικός θάνατος ήταν ατιμία ή προνόμιο και να προφητέψει για τους δουλοκτήτες του μία επικείμενη θεομηνία. Μόλις το είπε αυτό, μαχαιρώθηκε.
Οι ανόσιοι σταυρωτές κατέβασαν το ιερό λείψανο από τον σταυρό και το έριξαν στην θάλασσα. Η ανεξερεύνητη οικονομία του Θεού μετέφερε το τίμιο σκήνωμα θαυματουργικά, χωρίς ανθρώπινη μεσολάβηση, στα σπήλαια της Λαύρας του Κιέβου. Εκεί το βρήκαν με κατάπληξη και δέος οι μοναχοί, εκείνοι που είχαν σωθεί και είχαν επιστρέψει στη μονή μετά από το πέρασμα των Πολόφσκυ και το ενταφίασαν με τιμές και δοξολογίες. Στον τόπο αυτό παραμένει μέχρι σήμερα, άφθορο και δοξασμένο, επιτελώντας αναρίθμητα θαύματα στους πιστούς.
