Άγιος Μύρων ο Νεομάρτυρας από το Ηράκλειο Κρήτης - Άγιοι Αββάδες εν τη μονή του Αγίου Σάββα αναιρεθέντες, των λεγομένων Μαύρων - Αγίες Αλεξανδρία, Κλαυδία, Ευφρασία, Ματρώνα, Ιουλιανή, Ευφημία και Θεοδώρα που μαρτύρησαν στην Αμινσό
Βιογραφία
Mύρον νοητόν ωράθης εξ αγχόνης,
Mύρων αθλητά δόξα Kρήτης και κλέος.
Ο Άγιος Νεομάρτυς Μύρων καταγόταν από το Μεγάλο Κάστρο της Κρήτης, το σημερινό Ηράκλειο, και γεννήθηκε από ευσεβείς και φιλόθεους γονείς. Ο πατέρας του ονομαζόταν Δημήτριος και ήταν δίκαιος και ενάρετος άνθρωπος. Ο Άγιος ήταν σεμνός και σώφρων, και αγαπούσε υπερβολικά την παρθενία και την άσκηση. Εργαζόμενος ως ράπτης στο Ηράκλειο συκοφαντήθηκε από τους Τούρκους, οι οποίοι τον φθονούσαν, ότι δήθεν αποπλάνησε μια Τουρκοπούλα. Στο δικαστήριο ο Άγιος απέρριψε απολογούμενος την συκοφαντία, αλλά ετέθη σε αυτόν το δίλημμα του εξισλαμισμού ή του θανάτου. Ο Μάρτυρας Μύρων αποκρίθηκε με παρρησία ότι δεν αρνείται την πίστη του, αλλά είναι έτοιμος να υποστεί κάθε βασανιστήριο για την αγάπη του Χριστού, καθώς γεννήθηκε Χριστιανός και Χριστιανός θέλει να πεθάνει.
Για τον λόγο αυτό τον χτύπησαν ανηλεώς και τον έριξαν στην φυλακή. Όταν τον έβγαλαν από αυτήν, τον οδήγησαν και πάλι ενώπιον του κριτού, όπου ο Άγιος επαναλάμβανε συνεχώς ότι ήθελε να πεθάνει ως Χριστιανός. Έτσι καταδικάσθηκε στον δι' αγχόνης θάνατο. Λίγο πριν από το μαρτύριο ο Μάρτυρας Μύρων ζήτησε την άδεια από τους δήμιους και πλησίασε τον πατέρα του. Έπεσε στα πόδια του και του φίλησε το χέρι. Αφού έλαβε την ευχή του προσήλθε προ των δημίων και μετά από λίγο δέχθηκε το στέφανο του μαρτυρίου. Ήταν το έτος 1793 μ.Χ.
Βιογραφία
Διπλοῦς στεφάνους χειρὸς ἐκ τοῦ Κυρίου,
Πόνων χάριν δέχεσθε καὶ τῶν αἱμάτων.
Εἰκάδι Ἀββάδες ἐκ χθονὸς οὐρανὸν ἤλυθον εὐρύν.
Η Μονή του Αγίου Σάββα βρίσκεται στην Ιερουσαλήμ. Στα χρόνια του Ηρακλείου (620 - 641 μ.Χ.), επέδραμαν σ' αυτή βάρβαροι Άραβες, διότι νόμιζαν ότι η Μονή είχε πολλούς θησαυρούς. Όμως, διαψεύσθηκαν. Οι μοναχοί (44 κατά την παράδοση) το μόνο πλούτο που είχαν, ήταν οι αρετές τους. Η συντήρηση τους ήταν λιτή και γινόταν με τον ιδρώτα του προσώπου τους. Οι επιδρομείς, όταν διαπίστωσαν ότι δεν υπήρχαν λάφυρα στο μοναστήρι, εκνευρίστηκαν πολύ κατά των μοναχών. Και αφού τους συγκέντρωσαν, τους είπαν να αρνηθούν την πίστη τους στο Χριστό. Επειδή, όμως, κανένας δεν δέχθηκε να αρνηθεί την πίστη του, αποφάσισαν να τους σκοτώσουν. Έτσι, άλλους αποκεφάλισαν, άλλους έσχισαν στη μέση, άλλους έκοψαν σε πολλά κομμάτια και άλλους κάρφωσαν με τα ξίφη τους. Μ' αυτόν τον τρόπο, οι Άγιοι αυτοί πατέρες, που μέχρι τέλους κράτησαν σταθερή την πίστη τους, πήραν το δρόμο για την αιωνιότητα, κοντά στο Χριστό.
Την φρικτή εκείνη σφαγή περιέγραψαν, ο Όσιος Στέφανος ο Σαββαΐτης (τιμάται 13 Ιουλίου), ο ανεψιός του Οσίου Ιωάννου του Δαμασκηνού και ο Όσιος Αντίοχος ο Πάνδεκτος (τιμάται 24 Δεκεμβρίου).
Μεταξύ των αγίων Αββάδων αναφέρεται και ο Όσιος Θεόκτιστος.
Η μνήμη των οσιομαρτύρων αυτών επαναλαμβάνεται και την 16η Μαΐου.
Βιογραφία
Δηλοῖ γυναικῶν τῶν πεπυρπολημένων,
Ἀριθμὸς ἑπτὰ παρθένος τῶν Παρθένων.
Οι Αγίες Αλεξανδρία, Κλαυδία, Ευφρασία, Ματρώνα, Ιουλιανή, Ευφημία και Θεοδώρα (ή Θεοδοσία) άθλησαν κατά τους χρόνους του ασεβούς αυτοκράτορα Μαξιμιανού (286 - 305 μ.Χ.) στην Αμισό (ή Αμινσός ή Αμσός ή Εμήδ) του Πόντου, όταν ξεσηκώθηκε μεγάλος διωγμός κατά των ανθρώπων που ομολόγησαν τον Χριστό.
Οι Αγίες συνελήφθησαν από τον άρχοντα της Αμινσού, που ήταν ειδωλολάτρης και όταν στάθηκαν ενώπιόν του, ομολόγησαν ότι είναι Χριστιανές και τον έλεγξαν με παρρησία, αφού τον αποκάλεσαν σκληρό και άδικο και εχθρό της αλήθειας. Ο άρχοντας εξοργίσθηκε και έδωσε εντολή και τις τοποθέτησαν σε δημόσιο μέρος για θέαμα, όπου άρχισαν να τις χτυπούν με ραβδιά. Στην συνέχεια έκοψαν τους μαστούς αυτών με ξίφη και, αφού τις κρέμασαν, τις έγδαραν τόσο πολύ, ώστε φάνηκαν τα έντερά τους. Τέλος, τις έριξαν σε μεγάλο καμίνι φωτιάς και, ενώ έψαλλαν και προσεύχονταν στον Θεό, παρέδωσαν τις ψυχές τους.
Το μαρτύριό τους έγινε μεταξύ των ετών 303 - 305 μ.Χ.
Σημείωση: Το δίστιχο λέει ότι: «Ἀριθμὸς ἑπτὰ παρθένος τῶν Παρθένων». Ο αριθμός επτά καλείται «παρθένος» διότι δεν παράγει αλλά ούτε και παράγεται από άλλον αριθμό της πρώτης δεκάδας (1 - 10).
