Μεγάλη Πέμπτη - Ο Μυστικός Δείπνος - Άγιος Συμεών επίσκοπος Περσίας και οι μαρτυρήσαντες μαζί μ' αυτόν Αύδελας ο πρεσβύτερος, Γοθαζάτ, Φουσίκ και άλλοι 1150 - Άγιος Μακάριος Αρχιεπίσκοπος Κορίνθου
Βιογραφία
Εἰς τὸν Ἱερὸν Νιπτήρα
Νίπτει Μαθητῶν ἑσπέρας Θεὸς πόδας,
Οὗ ποῦς πατῶν ἦν εἰς Ἐδὲμ δείλης πάλαι.
Εἰς τὸν Μυστικον Δεῖπνον
Διπλοῦς ὁ Δεῖπνος· Πάσχα γὰρ νόμου φέρει,
Καὶ Πάσχα καινόν, Αἷμα. Σῶμα Δεσπότου.
Εἰς τὴν ὑπερφυᾶ Προσευχὴν
Προσεύχῃ· καὶ φόβητρα, θρόμβοι αἱμάτων,
Χριστέ, προσώπου, παραιτούμενος δῆθεν
Θάνατον, ἐχθρὸν ἐν τούτοις φενακίζων.
Εἰς τὴν Προδοσίαν
Τί δεῖ μαχαιρῶν, τί ξύλων λαοπλάνοι,
Πρὸς τὸ θανεῖν πρόθυμον εἰς Κόσμου λύτρον.
Κατά τη Μεγάλη Πέμπτη επιτελούμε ανάμνηση: Της νίψεως των ποδών των Αποστόλων υπό του Κυρίου, Του Μυστικού Δείπνου, δηλαδή της παραδόσεως σ' εμάς υπό του Κυρίου του Μυστηρίου της θείας Ευχαριστίας, της θαυμαστής προσευχής του Κυρίου προς τον Πατέρα Του και της προδοσίας του Κυρίου υπό του Ιούδα.
Εκείνο το βράδυ της Πέμπτης, πριν ν' αρχίσει το δείπνο ο Ιησούς σηκώνεται από το τραπέζι, αφήνει κάτω τα ιμάτιά του, βάζει νερό στο νιπτήρα και τα κάνει όλα μόνος Του, πλένοντας τα πόδια των Μαθητών Του. Με τον τρόπο αυτό θέλει να δείξει σ' όλους ότι δεν πρέπει να επιζητούμε τα πρωτεία. Μετά τη νίψη των ποδιών λέγει: «όποιος θέλει να είναι πρώτος, να είναι τελευταίος απ' όλους».
Πρώτα πήγε στον Ιούδα και μετά στό Πέτρο, ο οποίος ήταν ο πιο ορμητικός απ' όλους και στην αρχή σταματάει το Διδάσκαλο, αλλά ύστερα όταν τον έλεγξε, υποχωρεί με τη καρδιά του. Αφού έπλυνε τα πόδια όλων, πήρε τα ιμάτιά Του και ξανακάθησε.
Άρχισε κατόπιν να τους νουθετεί να αγαπούν ο ένας τον άλλον και να μη επιζητούν το ποιός θα είναι πρώτος. Στη συνέχεια τους μίλησε για την προδοσία και επειδή θορυβήθηκαν, στρέφεται με ήρεμο τρόπο στον Ιωάννη και τον υπέδειξε.
Κατόπιν πήρε ψωμί στα χέρια Του και είπε: «Λάβετε φάγετε». Το ίδιο έκανε και με το ποτήρι του κρασιού λέγοντας: «Πιέστε απ' αυτό όλοι, γιατί αυτό είναι το αίμα Μου, της νέας Συμφωνίας. Αυτό να κάνετε για να Με θυμάστε». Μετά από αυτή τη στιγμή ο Ιούδας, μόλις έφαγε τον άρτο έφυγε και συμφώνησε με τους αρχιερείς να τους Τον παραδώσει.
Μετά το δείπνο βγήκαν όλοι στο όρος των Ελαιών, όπου ο Χριστός τους δίδαξε τα ανήκουστα και τελευταία μαθήματα και αρχίζει να λυπάται και να ανυπομονεί. Αναχωρεό μόνος Του και, γονατίζοντας, προσεύχεται εκτενώς. Από την πολλή αγωνία γίνεται ο ιδρώτας Του σαν σταγόνες πηχτού αίματος, οι οποίες έπεφταν στη γη. Μόλις συμπληρώνει την εναγώνια εκείνη προσευχή, φθάνει ο Ιούδας με ένοπλους στρατιώτες και πολύ όχλο και αφού χαιρετάει και φιλάει πονηρά το δάσκαλό Του, Τον παραδίδει.
Συλλαμβάνεται λοιπόν ο Ιησούς και τον φέρνουν δέσμιο στους Αρχιερείς Άννα και Καϊάφα. Οι μαθητές σκορπίζονται και ο θερμότερος των άλλων ο Πέτρος τον ακολούθησε ως την αρχιερατική αυλή και αρνείται και αυτός ότι είναι μαθητής Του.
Εν τω μεταξύ ο θείος διδάσκαλος παρουσιάζεται μπροστά στο παράνομο συνέδριο, εξετάζεται για τους μαθητές και τη διδασκαλία Του, εξορκίζεται στο Θεό για να πεί εάν Αυτός είναι πράγματι ο Χριστός και αφού είπε την αλήθεια, κρίνεται ως ένοχος θανάτου, επειδή τάχα βλασφήμησε. Από 'κει και πέρα τον φτύνουν στο πρόσωπο, τον χτυπάνε, τον εμπαίζουν με κάθε τρόπο κατά τη διάρκεια όλης της νύχτας, ως το πρωϊ.
Βιογραφία
Eις τον Συμεών.
Ἐπίσκοπόν σε, Συμεών, ἐγὼ μέγαν,
Ἐκ δὲ ξίφους μέγιστον ἀθλητὴν ἔγνων.
Eις τον Aυδελλάν.
Ἄρκτου τὸ δεινὸν Αὐδελλᾶς ἔδυ στόμα,
Βδέλλης ἀπλήστου τοῦ Σατᾶν φυγὼν στόμα.
Eις τον Γοθαζάτ.
Ἐπιτραπέντος τοῦ θύειν ἢ τεθνάναι,
Θανεῖν Γοθαζὰτ εἵλετο τμηθεὶς ξίφει.
Eις τον Φουσίκ.
Τὸ δέρμα Φουσὶκ ἐκδεδάρθω μου λέγει,
Χιτὼν ὑφανθεὶς τοῦ Σατανᾶ τῇ κρόκῃ.
Eις τους εκατόν πεντήκοντα.
Τέμνουσιν ἀνδρῶν τριπλοπεντηκοντάδα,
Τὴν τριπρόσωπον προσκυνοῦσαν οὐσίαν.
Eις τους χιλίους.
Πίπτουσι Περσῶν ἀμφὶ χιλίους ξίφει,
Ἰδὼν ἔφης ἂν Παῦλε, Μαρτύρων νέφος.
Ἑβδομάτῃ Συμεὼν δεκάτῃ ἀπὸ αὐχένα τμήθη.
Στην Περσία υπήρχε χριστιανική κοινότητα, που οι άνθρωποι της είχαν αμεμπτή ζωή και μεγάλη αυταπάρνηση, έτοιμοι να θυσιαστούν για το όνομα και τη δόξα του Χριστού. Καρδιά αυτής της κοινότητας ήταν ο επίσκοπος Συμεών, παράδειγμα χριστιανικής ζωής. Ο Άγιος Ιερομάρτυς Συμεών έζησε κατά τους χρόνους του βασιλέως των Περσών Σαβωρίου και ήταν προϊστάμενος των Εκκλησιών Κτησιφώντος και Σαλήκ (στη Σελευκεία). Οι Πέρσες έβλεπαν τους χριστιανούς σαν αγκάθι στο μάτι τους. Γι' αυτό και τους διέβαλαν στο βασιλιά Σαπώρ τον Β', με το πρόσχημα ότι είχαν επαναστατικές διαθέσεις. Αμέσως ο Σαπώρ διέταξε να φέρουν τον επίσκοπο δεμένο μπροστά του. Ο Συμεών διαβεβαίωσε το βασιλιά ότι η χριστιανική θρησκεία κάνει νομιμόφρονες πολίτες και όχι ανόητους επαναστάτες. Ο βασιλιάς, όμως, ήταν τόσο προκατειλημμένος εναντίον του, που διέταξε να τον φυλακίσουν. Στη φυλακή ο Συμεών γνώρισε τον Γοθαζάτ (ή Γουζθαδάτ), λιποτάκτη χριστιανό, που αλλαξοπίοτησε για να σώσει το κεφάλι του. Τότε ο Συμεών, με κατάλληλο τρόπο, συγκίνησε και πάλι την καρδιά του Γοθαζάτ για το Χριστό. Όταν το έμαθε αυτό ο Σαπώρ, οργισμένος, αποκεφάλισε τον Συμεών και τον Γοθαζάτ, και επιπλέον άλλους 1150 χριστιανούς από την εκεί Εκκλησία, μαζί με τον πρεσβύτερο Αύδελα. Έτσι, όλοι έδωσαν τους εαυτούς τους, «προσφοράν και θυσίαν τω Θεώ εις όσμήν ευωδιάς» (1. Προς Εφεσίους ε'). Δηλαδή, προσφορά και θυσία στο Θεό, για να είναι μπροστά Του μυρωδιά ευωδιαστή. Την τελευταία στιγμή στο στρατόπεδο των μαρτύρων, προστέθηκε και ο κουροπαλατής του βασιλιά, ονόματι Φουσίκ. Ήταν κρυπτοχριστιανός και όταν είδε έναν από τους 1150 να δείχνει κάποια ταραχή, πλησίασε και τον προέτρεψε να μείνει πιστός μέχρι τέλους. Όταν το έμαθε αυτό ο Σαπώρ, διέταξε να τον φονεύσουν με τον πιο σκληρό τρόπο. Έτσι του έκοψαν τη γλώσσα και στη συνέχεια τον έγδαραν ζωντανό.
Βιογραφία
Γεννήθηκε στα Τρίκαλα της Κορινθίας το 1731 μ.Χ. από γονείς που κατάγονταν από το γένος των διάσημων Νοταράδων. Το όνομα του πατέρα του ήταν Γεώργιος (ή Γεωργαντάς) και της μητέρας του, Αναστασία. Το βαπτιστικό του όνομα ήταν Μιχαήλ. Τα πρώτα του γράμματα τα έμαθε στην πατρίδα του, αλλά είχε μεγάλο ζήλο στη μοναχική ζωή. Έτσι κρυφά από τους γονείς έφυγε για το Μέγα Σπήλαιο. Ο πατέρας του όμως τον ανακάλυψε και τον οδήγησε πίσω στο σπίτι, οπού συνεχώς μελετούσε. Όταν κάποιο καιρό η Κόρινθος είχε έλλειψη διδασκάλου, ανέλαβε αυτός δωρεάν τη διδασκαλία των νέων. Σαν δάσκαλος διέπρεψε και αγαπήθηκε για τη σεμνότητα της ζωής του από τους Κορινθίους, που μετά τον θάνατο του επισκόπου τους Παρθενίου (1764 μ.Χ.) πρότειναν στον Πατριάρχη Σαμουήλ σαν διάδοχο του τον Μακάριο, λαϊκό τότε, και έτσι ανυψώθηκε στο θρόνο της Κορίνθου. Αλλά όταν άρχισε ο Ρωσσοτουρκικός πόλεμος (1768 μ.Χ.), ο Μακάριος, αναγκάσθηκε να καταφύγει με την οικογένεια του στη Ζάκυνθο και από 'κει στην Ύδρα, όπου ησύχαζε σε κάποια Μονή. Όταν ηρέμησαν τα πράγματα, η Ιερά Σύνοδος της Κωνσταντινούπολης, εκλέγει νέο επίσκοπο Κορίνθου, ίσως διότι ο Μακάριος εγκατέλειψε την επαρχία του και έφυγε.
Επισκέπτεται την Ύδρα και από εκεί τη Χίο. Από τη Χίο αναχωρεί για το Άγιον Όρος, εκπληρώνοντας την διακαή του επιθυμία να επισκεφθεί την Αθωνική πολιτεία και να βιώσει όσα καλά περί αυτής είχε ακούσει και μελετήσει. Όταν ο θείος Μακάριος έφθασε στο Άγιον Όρος το 1777 μ.Χ., εγκαταστάθηκε στο κελλίο «Άγιος Αντώνιος» του συμπατριώτου του Γέροντος Δαβίδ. Εκεί συναντήθηκε και πάλι με τον Άγιο Νικόδημο τον Αγιορείτη. Εκείνο τον καιρό η Αθωνική πολιτεία σπαρασσόταν από έριδες και διαμάχες σχετικά με τα μνημόσυνα και τα κόλλυβα. Αιτία της έριδος ήταν η ημέρα τελέσεως των μνημοσύνων. Οι μεν ακολουθώντας την παράδοση της Εκκλησίας υποστήριζαν ότι δεν επιτρέπεται η τέλεση μνημοσύνων κατά την Κυριακή, οι δε δέχονταν το αντίθετο. Εξ αυτής λοιπόν της διαφωνίας προέκυψαν σφοδρές έριδες και αντιθέσεις, οι οποίες επεκτάθηκαν και σε άλλα θέματα της Εκκλησίας. Η επικρατούσα εκεί κατάσταση απογοήτευσε το θείο Ιεράρχη. Λόγω των ταραχών και των εκτροπών που σημειώθηκαν εκεί, φοβούμενος για την ίδια του τη ζωή, επέστρεψε στη Χίο. Και μετά από σύντομη παραμονή εκεί, αναχώρησε για την Πάτμο. Ο Άγιος κατά την παραμονή του στην Πάτμο, αποσκοπώντας σε μόνιμη διαμονή και έχοντας δελεασθεί προφανώς από το περιβάλλον, ίδρυσε το Κάθισμα των Αγίων Πάντων. Μετά τη διανομή της πατρικής περιουσίας ο ευκλεής Ιεράρχης επανήλθε στη Χίο και από εκεί μετέβη στη Σμύρνη προς συνάντηση του Ι. Μαυροκορδάτου, αφού είχε ήδη εφοδιασθεί με επιστολή από τους Χίους προύχοντες προς αυτόν. Από τη Σμύρνη ο αγιότατος πατήρ επέστρεψε στη Χίο. Επέλεξε ως τόπο κατοικίας του το ναΐσκο των Αγίων Αποστόλων Πέτρου και Παύλου στις βόρειες - βορειοδυτικές παρυφές του Βροντάδου, στις υπώρειες του Αίπους. Εκεί διέμεινε επί δώδεκα περίπου έτη, μέχρι τη θεία κοίμηση, βρήσκοντας την ψυχική του γαλήνη μαζί με τον Αθανάσιο Πάριο (συγγραφέα της βιογραφίας του) και τον Ιερομόναχο Νικηφόρο Χίου. Πέθανε στις 17 Απριλίου του 1805 μ.Χ. Το τίμιο σκήνωμά του ενταφιάσθηκε στον περίβολο του ναού των Αγίων Αποστόλων Πέτρου και Παύλου στη νότια πλευρά του. Η Ανακομιδή των ιερών λειψάνων του έγινε το έτος 1808 μ.Χ.
Στο χωριό Μύλοι της νήσου Σάμου εορτάζεται πανηγυρικά η μνήμη του Αγίου Μακαρίου στις 16 Μαΐου.
Διαβάστε επίσης:
1) την Ακολουθία του Αγίου Μακαρίου εδώ
2) τον βίο του από το Κορινθιακό Αγιολόγιο εδώ.
Reviewed by GEORGE GEOPONOS
on
Απριλίου 16, 2025
Rating:


