Εορτάζοντες την 24ην του μηνός Δεκεμβρίου Η ΑΓΙΑ ΕΥΓΕΝΙΑ η Οσιοπαρθενομάρτυς & ΠΑΡΑΜΟΝΗ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΩΝ Η ΑΓΙΑ ΒΑΣΙΛΑ Ο ΑΓΙΟΣ ΦΙΛΙΠΠΟΣ ΟΙ ΑΓΙΟΙ ΠΡΩΤΑΣ & ΥΑΚΙΝΘΟΣ Ο ΟΣΙΟΣ ΝΙΚΟΛΑΟΣ "Ο από στρατιωτών" Ο ΑΓΙΟΣ ΑΧΑΪΚΟΣ Ο ΟΣΙΟΣ ΑΝΤΙΟΧΟΣ Ο ΟΣΙΟΣ ΒΙΤΙΜΙΩΝ Ο ΟΣΙΟΣ ΑΦΡΟΔΙΣΙΟΣ ΟΙ ΑΓΙΟΙ ΣΟΣΣΙΟΣ & ΘΕΟΚΛΕΙΟΣ Ο ΑΓΙΟΣ ΚΑΣΤΟΥΛΟΣ Ο ΑΓΙΟΣ ΑΧΜΕΔ ο Νεομάρτυρας Ο ΟΣΙΟΣ ΑΓΑΠΙΟΣ ο νεώτερος
Αναλυτικά Η ΑΓΙΑ ΕΥΓΕΝΙΑ η Οσιοπαρθενομάρτυς & ΠΑΡΑΜΟΝΗ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΩΝ Καταγόταν από τη Ρώμη και οι γονείς της ονομάζονταν Φίλιππος και Κλαυδία. Επίσης, είχε και δύο άλλα αδέλφια, τον Αβίτα και το Σέργιο. Ο πατέρας της διορίστηκε έπαρχος στην Αλεξάνδρεια και πήγε εκεί με όλη του την οικογένεια. Εκεί η Ευγενία σπούδασε κατά τον καλύτερο δυνατό τρόπο και έμαθε άριστα την ελληνική και ρωμαϊκή φιλολογία. Όταν τελείωσε τις σπουδές της, ψάχνοντας για περισσότερη γνώση πήρε στα χέρια της από μια χριστιανή κόρη τις επιστολές του Απ. Παύλου. Όταν τις διάβασε, εντυπωσιάσθηκε πολύ. Εκεί μέσα δεν υπήρχαν θεωρίες και φιλοσοφικές δοξασίες. Οι γραμμές τους ενέπνεαν ζωή και ελπίδα. Εκείνη την περίοδο, οι γονείς της ήθελαν να τη δώσουν σύζυγο σε κάποιο Ρωμαίο αξιωματούχο, τον Ακυλίνα. Τότε η Ευγενία, αρνούμενη να δεχθεί αυτή την πρόταση των γονέων της, κάποια νύχτα ντύθηκε ανδρικά και έφυγε σε άλλη πόλη. Εκεί κατηχήθηκε, βαπτίσθηκε χριστιανή και έλαβε συγχρόνως το μοναχικό σχήμα. Μετά από χρόνια, επέστρεψε στο σπίτι της και η αναγνώριση από τους γονείς της έγινε μέσα σε δάκρυα και ανέκφραστη χαρά. Δεν πέρασε πολύς καιρός και όλοι στο σπίτι της Ευγενίας δέχθηκαν το χριστιανισμό. Από μίσος τότε οι ειδωλολάτρες τραυμάτισαν θανάσιμα τον πατέρα της. Και όταν η Ευγενία επέστρεψε στη Ρώμη, επειδή δε θυσίαζε στα είδωλα, την αποκεφάλισαν, τερματίζοντας έτσι ένδοξα "τον καλόν αγώνα της πίστεως". Α' προς Τιμόθεον, στ' 12., μαζί με την επίγεια ζωή της. Απολυτίκιο. Ήχος γ'. Θείας πίστεως.
Ο Σ. Ευστρατιάδης όμως, νομίζει ότι η Αγία αύτη είναι η μητέρα της Αγίας Ευγενίας, διότι μαζί μ' αυτή αναφέρεται και η μνήμη του πατέρα της Αγίας Ευγενίας, Φιλίππου, καθώς και των υπηρετών της, Πρώτα και Υακίνθου, που όλοι μαζί μαρτύρησαν στην Ρώμη επί Κομόδου (180-192 μ.Χ.). Αλλ' ο Γαλανός στους "Βίους των Αγίων" αναφέρει ότι τη Βασίλα προσήλκυσε στο χριστιανισμό η Αγία Ευγενία στη Ρώμη. Ο μνηστήρας όμως της Αγ. Βασίλας, Πομπήιος, ήταν ειδωλολάτρης και κατέδωσε στις αρχές την Αγ. Βασίλα και την Αγία Ευγενία, με αποτέλεσμα, η μεν πρώτη να αποκεφαλιστεί, η δε δεύτερη αφού πρώτα ρίχτηκε στον ποταμό Τίβερη και διασώθηκε, κατόπιν να αποκεφαλιστεί και αυτή.
Σε μια οδοιπορία διανυκτέρευσε σε ένα ξενοδοχείο. Τη νύχτα όμως, η κόρη του ξενοδόχου τον επιτέθηκε με αμαρτωλές προθέσεις. Αλλ' ο Νικόλαος συγκρατήθηκε και δεν μόλυνε το σώμα του από την αισχρή πράξη, στην οποία τον καλούσε και τον ερέθιζε η πονηρή κόρη. Τότε αξιώθηκε νυκτερινής οπτασίας, που επιβράβευσε την αγνότητά του. Όταν επέστρεψε από τον πόλεμο σώος και αβλαβής, αποσύρθηκε σε κάποια Μονή, όπου έγινε μοναχός. Και Ααφού έζησε ζωή οσία, πέθανε ειρηνικά.
Για τον Αντίοχο καλή μελέτη έγραψε ο αρχιμ. Κάλλιστος (1910) και ο Ί. Φωκυλίδης στο έργο του "Η Ιερά Λαύρα Σάββα του ηγιασμένου".
Αναφέρονται στον Παρισινό Κώδικα 1621, με λίγα βιογραφικά στοιχεία. Μαρτύρησαν επί Μαξιμιανού (286-305) και Μαγνεντίου. Συνελήφθησαν σαν χριστιανοί από τον ηγεμόνα Βαύδο (που ήταν ηγεμόνας της Αδριανούπολης της Μακεδονίας) και επειδή δεν πείστηκαν ν' αρνηθούν τον Χριστό, βασανίστηκαν ανελέητα με τον πιο φρικτό τρόπο. Τόσα πολλά είναι τα βασανιστήριά τους, που είναι αδύνατο να απαριθμηθούν και απορεί κανείς πως κατόρθωσαν να επιζήσουν. Τελικά τους αποκεφάλισαν και έτσι έλαβαν τα άφθαρτα στεφάνια του μαρτυρίου.
Αναφέρεται στον Παρισινό Κώδικα 1621 με σύντομο βιογραφικό υπόμνημα. Σύμφωνα λοιπόν μ' αυτό, ο Άγιος αυτός μαρτύρησε στα χρόνια του βασιλιά Λικινίου (307-323), στον οποίο καταγγέλθηκε σαν χριστιανός. Αφού τον συνέλαβαν, τον κρέμασαν και του έγδαραν το δέρμα. Κατόπιν τον παρέδωσαν στον ηγεμόνα Ζηλικίνθιο και επειδή δεν κατάφερε κι' αυτός να αλλαξοπιστήσει τον μάρτυρα, τον βασάνισε σκληρά και στο τέλος τον αποκεφάλισε.
Φοίτησε στη σχολή της γενέτειράς του, όπου είχε διδασκάλους τον Αγάπιο Λεονάρδο και τον Γεράσιμο Γούνα. Όταν με τα Ορλοφικά η σχολή έκλεισε, ο Αγάπιος ακολούθησε τον Γεράσιμο Γούνα στη Σμύρνη, όπου συνέχισε τις σπουδές του στη φημισμένη σχολή της πόλης με σχολάρχη τον Ιερόθεο Δενδρινό. Στη Σμύρνη πήρε και το σχήμα του μοναχού. Αργότερα ακολούθησε τον Γεράσιμο Γούνα στη Χίο και τελικά επέστρεψε στη γενέτειρά του Δημητσάνα, όπου τον Αύγουστο του 1781 ανέλαβε τη διεύθυνση της παλιάς σχολής του. Τη φήμη της η σχολή της Δημητσάνας την οφείλει κατά κύριο λόγο στον Αγάπιο τον νεώτερο, ο οποίος επί 32 ολόκληρα χρόνια άσκησε τα καθήκοντα του σχολάρχη με μοναδική ευσυνειδησία, εργατικότητα και εντιμότητα. Ένα άλλο χαρακτηριστικό του Αγάπιου, που μας αποκαλύπτεται στην αλληλογραφία του, είναι υ απλότητα και λιτότητα της ζωής του: "... ζώμεν δημητσανίτικα", γράφει στον Άνθιμο Καράκαλλο, που ένθερμα υποστήριζε το έργο της σχολής, "πότε με μολόχες, πότε με τζικνίδες, πότε με αβρονιές, πότε με αριάνι, πότε με μοναχό ψωμί". Συγγραφικό έργο του Αγάπιου δεν έχουμε. Η διδασκαλία του όμως, ήταν ο σπόρος από τον οποίο βλάστησαν πολλοί έξοχοι διδάσκαλοι και κληρικοί της εποχής |
Reviewed by GEORGE GEOPONOS
on
Δεκεμβρίου 23, 2025
Rating:
