Φυγή Ιησού Χριστού στην Αίγυπτο - Σύναξη της Υπεραγίας Θεοτόκου - Άγιος Ευθύμιος ο Ομολογητής, επίσκοπος Σάρδεων - Όσιος Κωνσταντίνος «ὁ ἐξ Ἰουδαίων»
Βιογραφία
Ἥκοντα πρὸς σέ, τὸν πάλαι πλήξαντά σε,
Αἴγυπτε φρίττε, καὶ Θεὸν τοῦτον φρόνει.
Όταν οι μάγοι προσκύνησαν το Χριστό, αναχώρησαν για την πατρίδα τους, χωρίς να περάσουν από το βασιλιά Ηρώδη. Τότε άγγελος Κυρίου φάνηκε σε όνειρο στον Ιωσήφ και του είπε να πάρει το παιδί με τη μητέρα του και να φύγει στην Αίγυπτο (Ευαγγέλιο Ματθαίου, Β' 13-18). Και έμειναν εκεί, μέχρι πού πέθανε ο Ηρώδης, για να επαληθευθεί έτσι εκείνο που ελέχθη δια του προφήτου Ωσηέ: «Ἐξ Αἰγύπτου ἐκάλεσα τὸν υἱόν μου» (Ωσ. Ια’ 1).
Μετά τη φυγή του Κυρίου στην Αίγυπτο, ο Ηρώδης έστειλε στρατιώτες και θανάτωσαν όλα τα παιδιά που ήταν στη Βηθλεέμ και τα περίχωρά της, από ηλικίας δύο ετών και κάτω. Διότι τόσο είχε υπολογίσει την ηλικία του Χριστού, Τον οποίο φοβόταν ότι θα του έπαιρνε τη βασιλεία.
Επίσης, η φυγή του Κυρίου στην Αίγυπτο, κατά τον Άγιο Νικόδημο τον Αγιορείτη, φράσσει και τα στόματα των αιρετικών. Διότι όπως λέει, αν δεν έφευγε ο Κύριος και φονευόταν από τον Ηρώδη , θα είχε εμποδιστεί η σωτηρία των ανθρώπων. Αν πάλι τον συνελάμβαναν και δεν φονευόταν, θα έλεγαν πολλοί ότι δε φόρεσε ανθρώπινη σάρκα, αλλά μόνο κατά φαντασία. Γράφει συγκεκριμένα: «Διατί ανίσως δεν έφευγεν ο Kύριος, αλλά ήθελε πιασθή από τον Hρώδην, ει μεν και εφονεύετο από εκείνον, βέβαια ήθελεν εμποδισθή η σωτηρία των ανθρώπων. Eι δε και δεν εφονεύετο διά να τελειώση την οικονομίαν, βέβαια ήθελε φανή εις τους πολλούς, ότι δεν εφόρεσε την ανθρωπίνην φύσιν πραγματικώς και κατά αλήθειαν. Aλλά μόνον κατά δόκησιν και φαντασίαν. Eπειδή αν εφόρει σάρκα αληθή, βέβαια ήθελε κοπή από το σπαθί. Aνίσως λοιπόν οι άθλιοι αιρετικοί ετόλμησαν να ειπούν τούτο, ότι δηλαδή κατά φαντασίαν ο Kύριος εγεννήθη, ως ο θεομάχος Mάνης, και οι τούτου οπαδοί Mανιχαίοι· και μόλον οπού δεν έλαβον εις τούτο, καμμίαν αιτίαν και αφορμήν· πόσω μάλλον ήθελαν ειπούν τούτο, και εάν εύρισκον αιτίαν; Διά τούτο λοιπόν φεύγει ο Kύριος εις την Aίγυπτον διά τας ρηθείσας δύω αιτίας. Kαι προς τούτοις, ίνα συντρίψη και τα εν Aιγύπτω ευρισκόμενα είδωλα».
Τέλος, ο Άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης σημειώνει και τα εξής για την Φυγή του Ιησού:
«Σημειούμεν δε ενταύθα τα χαριέστατα και αξιοσημείωτα ταύτα. Δηλαδή ότι ο Kύριος φεύγωντας εις την Aίγυπτον, όχι μόνον τα είδωλα εκείνης συνέτριψε, αλλά και τα φυτά έκαμε να τον προσκυνήσουν. Γράφει γαρ ο Σωζόμενος εις το πέμπτον βιβλίον της Eκκλησιαστικής Iστορίας, εν κεφαλαίω εικοστώ, ότι ο Xριστός φεύγωντας εις την Aίγυπτον διά τον φόβον του Hρώδου, όταν έφθασεν εις την πόρταν Eρμουπόλεως της Θηβαΐδος, μία περσική μηλέα, ήτοι ροδακινέα, έκλινεν έως κάτω την κορυφήν της και επροσκύνησεν αυτόν. Eπειδή γαρ το φυτόν αυτό διά το μεγαλείον και κάλλος του επροσκυνείτο και ελατρεύετο από τους κατοίκους της πόλεως, διά τούτο ο εις το φυτόν αυτό κατοικών δαίμων, αισθανόμενος την παρουσίαν του Kυρίου, εφοβήθη και έφυγε. Φεύγοντος δε του δαίμονος, έμεινε το φυτόν αυτό ιατρείας πολλάς εργαζόμενον, εάν μόνον έγγιζεν εις τους ασθενείς, φύλλον, ή φλούδα, ή κομμάτι από αυτό. Kαι τούτου μάρτυρες είναι και Παλαιστινοί και Aιγύπτιοι.
Γράφει δε ο Bουρχάριος εν τη περιγραφή της Iερουσαλήμ, ότι αναμέσον της Hλιουπόλεως και της Bαβυλώνος, της αιγυπτιακής δηλαδή, ευρίσκεται κήπος του βαλσάμου ωραιότατος, όστις ποτίζεται από μίαν βρύσιν μικράν, εις την οποίαν άδεται λόγος, ότι η Θεοτόκος έπλυνε τα σπάργανα του Xριστού, όταν έφευγε διά τον φόβον του Hρώδου. Kοντά δε εις την βρύσιν ταύτην είναι και μία πέτρα, επάνω εις την οποίαν ήπλωσε τα σπάργανα του Xριστού η Θεομήτωρ διά να ξηρανθούν. Tον δε τόπον εκείνον έχουσιν εις πολλήν ευλάβειαν, τόσον οι Xριστιανοί, όσον και οι Σαρακηνοί. Προσθέττει δε και Aντώνιος ο Mάρτυς εν τη των Iεροσολύμων περιόδω, ότι περνώντας ο Kύριος εις τον κάμπον του εν Aιγύπτω Tάνεως, εκλείσθη από λόγου της η πόρτα ενός μεγάλου ειδωλικού ναού. H οποία ύστερον με δύναμιν ανθρώπων, δεν εδύνετο να ανοιχθή. (Όρα σελ. 28 της νεοτυπώτου Eκατονταετηρίδος.)
Περιττοί δε τη αληθεία και πέραν του δέοντος κριτικοί πρέπει να ονομάζωνται, οι τοις θαύμασι και τοις σημείοις τούτοις αντιλέγοντες, προβαλλόμενοι τάχα, ότι αν αυτά ήτον αληθή, δεν ήθελε λέγεται πρώτον σημείον του Kυρίου, το εν Kανά γενόμενον. Aλλ’ ω ούτοι, ήθελεν ειπή τινας προς αυτούς, πρώτον σημείον λέγεται τούτο του Kυρίου, μετά την διά του Bαπτίσματος ανάδειξιν, και ουχί προ της αναδείξεως. Kαθότι προ της αναδείξεως του Kυρίου, πολλά σημεία και θαύματα τη δυνάμει τούτου εγένοντο. Kαι διά να σιωπήσω την ασπόρως και εκ Πνεύματος Aγίου γενομένην του Kυρίου σύλληψιν, όπερ εστί το θαύμα των θαυμάτων. Kαι το ακόπως αυτόν εν τη κοιλία φέρειν την Mητέρα. Kαι το αφθόρως γεννήσαι. Θαύμα της δυνάμεως του Kυρίου ήτον, οι εν τη γεννήσει αυτού, δόξα εν υψίστοις κραυγάζοντες Άγγελοι, και τοις ποιμέσιν ευαγγελιζόμενοι. Θαύμα ήτον, το υπέρ φύσιν και παράδοξον σκίρτημα, οπού επροξένησεν ο Kύριος κυοφορούμενος εις τον εν κοιλία φερόμενον Iωάννην. Θαύμα ο υπερφυσικός αστήρ ο τους Mάγους οδηγήσας. Θαύμα το να μην ιδή θάνατον ο Συμεών έως ου να βαστάση αυτόν. Θαύμα αι προφητείαι του αυτού Συμεών, και αι ανθομολογήσεις της θεοπνεύστου Άννης, μαρτυρούσης Σωτήρα τον Xριστόν, κατά τον Aμβρόσιον.
Tο φυτόν δε του ανωτέρω βαλσάμου (διά να ειπούμεν εδώ κατά παρέκβασιν), πρώτον έφερεν η βασίλισσα Σαββά εις τον Σολομώντα ως δώρον βασιλικόν, και αυτός το εφύτευσεν εις την Iεριχώ, και ευρίσκετο μέχρι του καιρού του Tίτου. O οποίος έλαβεν εκ της Iερουσαλήμ τα δένδρα του βαλσάμου, και εστέφθη με αυτά κατά μίμησιν Πομπηΐου του μεγάλου, όταν εκυρίευσε πρώτον την Iερουσαλήμ. Ως μαρτυρεί ο Σελίνος εις το ιστορικόν του. Έστι δε ο καρπός του βαλσάμου κοκκινωπός, και τα φύλλα του παρόμοια με τα φύλλα της μαστίχης. Iστορεί δε ο Iώσηπος ότι ακούσασα η Kλεοπάτρα η βασίλισσα, η ερωμένη του Aντωνίου, την φήμην του τόσον θαυμαστού δένδρου, επεθύμησε να έχη και αυτή το τοιούτον ευωδέστατον φυτόν. Όθεν ο Hρώδης, ίνα πληρώση την επιθυμίαν της βασιλίσσης, απέστειλεν εις αυτήν μερικά φυτά, ομού και σπόρον αυτού. Λέγει δε και ότι, Aλέξανδρος ο βασιλεύς περνώντας από τα Iεροσόλυμα, έλαβε πολύ από τον σπόρον του βαλσάμου τούτου. Kοπτόμενον δε το φυτόν τούτο με κοπτερόν κέρατον, και με πετρίνην μάχαιραν, και όχι με σιδηρούν μαχαίριον, έτζι δακρύει, και ποιεί το καλούμενον οποβάλσαμον, ήτοι το πηκτόν υγρόν του βαλσάμου.
Eι δε και ζητεί τινας να μάθη πόσους χρόνους διέτριψεν ο Kύριος εις την Aίγυπτον, αποκρινόμεθα, ότι περί τούτου είναι γνώμαι διάφοροι. O μεν γαρ Παμφίλου Eυσέβιος υπέθετο εν τοις χρονικοίς, ότι πέντε χρόνους εν Aιγύπτω ο Kύριος διέτριψε, ή τέσσαρας ή τουλάχιστον τρεις. O δε θείος Eπιφάνιος (αιρέσ. να΄) αποφασίζει, ότι δύω χρόνους. Tω γαρ λγ΄ έτει (λέγει) γεννάται ο Kύριος. Tω λε΄, ήλθον οι Mάγοι, και τω λζ΄ τελευτά ο Hρώδης. O δε Θηβαίος Iππόλυτος εν τω Συντάγματι τω χρονικώ ούτω χρονολογεί· «Από της ενανθρωπήσεως του Xριστού μέχρι της των Mάγων παρουσίας έτη δύω. Kαι εκ της εις Aίγυπτον αναχωρήσεως μέχρι της τελευτής Hρώδου υιού Aντιπάτρου, έτη τρία ημέρας πέντε. Παρώκησαν δε εν Aιγύπτω, εν Hλιουπόλει τη κατά Mέμφιν, ό,τε Iωσήφ και η Mαρία συν τω Iησού, έτη τρία, και ημέρας είκοσιν». (Όρα εν τη νεοτυπώτω Eκατονταετηρίδι.) ».
Σύναξη της Υπεραγίας Θεοτόκου
Βιογραφία
Λεχὼ ἄμωμον ἀνδρὸς μὴ γνοῦσαν λέχος,
Δώροις ἀμώμοις δεξιοῦμαι τοῖς λόγοις.
Mολπὴν ἁγνοτάτῃ λεχοῖ εἰκάδι ἕκτῃ ἀείδω.
Την επόμενη ημέρα από την Γέννηση του Ιησού Χριστού, εορτάζουμε και την Σύναξη της Υπεραγίας Θεοτόκου.
Βιογραφία
Χριστῷ παραστάς, Εὐθύμιε τρισμάκαρ,
Πλήρης ἀλήκτου τυγχάνεις εὐθυμίας.
Ο Σ. Ευστρατιάδης, στο Αγιολόγιό του, αναφέρει για τον Άγιο αυτόν τα εξής: «Ἤκμασεν ἐπὶ τῆς βασιλείας Κωνσταντίνου καὶ Εἰρήνης (780 - 797 μ.Χ.), γεννηθεὶς ἐν Λυκαονίᾳ καὶ σπουδάσας ἐν Ἀλεξάνδρειᾳ. Μετὰ τὴν ἀποπεράτωσιν τῶν σπουδῶν αὐτοῦ κατέφυγεν εἰς μονήν τινα ἀποκαρεῖς μοναχὸς καὶ διαπρέψας ἐν τῇ μοναχικῇ πολιτείᾳ· διὰ δὲ τὴν ἀρετὴν καὶ τὴν παιδείαν αὐτοῦ προεβιβάσθη εἰς τὸν μητροπολιτικὸν θρόνον τῶν Σάρδεων, λαβὼν μέρος ἐν τῇ κατὰ τῶν εἰκονομάχων ἀθροισθείσῃ ἐν Νίκαιᾳ τὸ δεύτερον Ἑβδόμῃ οἰκουμενικῇ συνόδῳ (787 μ.Χ.), ἐν ᾗ τὴν ὀρθὴν τῆς ἐκκλησίας δόξαν μετὰ παῤῥησίας καὶ θάῤῥους καθωμολόγησε καὶ ὑπέγραψε (ἴδε Mansi, τ. XII, σ. 1087-1088). Τὰ ἐξαιρετικὰ αὐτοῦ προσόντα ἐκτιμῶντες οἱ βασιλεῖς ἐνεπιστεύθησαν αὐτῷ διαφόρους δημοσίας ἀποστολάς, ἀλλ᾿ ἐπὶ τῆς βασιλείας Νικηφόρου Α´ (802 - 811 μ.Χ.), ἐπὶ καταγγελίᾳ γενομένη παρὰ ἀνωτέρου ὑπαλλήλου ἐν Σάρδεσι ὅτι ἔκειρε μοναχὴν κόρην, ἣν ἐζήτει οὗτος εἰς γάμον, ὁ Εὐθύμιος ἐξωρίσθη εἰς τὴν νῆσον Παττάλαραν λίαν ταλαιπωρηθεῖς. Ἐκ τῆς ἐξορίας ἐπανῆλθεν εἰς Κωνσταντινούπολη (814 μ.Χ.), ἀλλὰ καὶ πάλιν μετὰ τὴν ἔκρηξιν τῆς εἰκονομαχίας ἐπὶ Λέοντος τοῦ Ἰσαύρου (813 - 820 μ.Χ.), ὀπαδὸς τῆς ἐναντίας ταχθεῖς μερίδος, ἐξωρίσθη εἰς Ἀσσὸν (παρὰ τὸ Ἀδραμύτιον), ἔνθα παρέμεινε μέχρι τοῦ θανάτου τοῦ Λέοντος ἀνακληθεῖς ὑπὸ Μιχαὴλ τοῦ Τραυλοῦ (820 - 829 μ.Χ.)· ἀλλὰ καὶ τοῦτον καταβροντήσας δι᾿ ὧν κατὰ πρόσωπον αὐτοῦ εἶπεν, «εἰ τὶς οὐ προσκυνεῖ τὸν Κύριον ἡμῶν Ἰησοῦν Χριστὸν εἰκόνι περιγραπτὸν ἤτω ἀνάθεμα», ἐξώργισε καὶ ἠνάγκασε νὰ ἐξορίσει αὐτὸν εἰς τὸν Ἀκρίταν, ἔνθα ἐνέκλεισεν αὐτὸν εἰς ζοφερωτάτην φυλακὴν ἐκεῖ διὰ βουνεύρων τυπτόμενος καὶ ἐκ τῶν πληγῶν ἐξογκωθεῖς ὡς ἀσκὸς ὀκτὼ ἡμέρας μετὰ τὴν ἄθλησιν, πρὸς Κύριον ἐξεδήμησε».
Βιογραφία
Ὡς ἐξ ἀκανθῶν τῶν Ἰουδαίων ῥόδον,
Ὁ θεῖος ἀνθεῖ καὶ θανών, Κωνσταντῖνος.
Ο Όσιος Κωνσταντίνος ήταν από τα Σύναδα της Φρυγίας. σε νεαρή ηλικία προσπάθησε να ακολουθήσει τη ζωή των ενάρετων χριστιανών. Ο νεαρός Ιουδαίος, ο οποίος έφερε την χριστιανική πίστη ήδη στη ψυχή του, αποφάσισε να φύγει από το θόρυβο του κόσμου, και μετέβη στο μοναστήρι Φουβούτιον, του οποίου οι μοναχοί φημίζονταν για την θεάρεστη ζωή τους. Αφού δοκιμάσθηκε αρκετά και πείστηκαν για την ειλικρινή και φωτεινή πίστη του, του έδωσαν το άγιο βάπτισμα και τον ονόμασαν Κωνσταντίνο. Έγινε έτσι αδελφός της Μόνης και επιδόθηκε στη μελέτη των πνευματικών πραγμάτων. Όμως αυτό δεν του ήταν αρκετό, ήθελε να διδάξει και στους άλλους ανθρώπους την αγάπη του Χριστού. Γι' αυτό άρχισε να μεταβαίνει από την μία πόλη στην άλλη και να κηρύσσει το λόγο του Θεού. Μεταξύ άλλων, επισκέφτηκε τον Όλυμπο στα Μύρα της Λυκίας, την Κύπρο, την Αττάλεια, την Ατρώα, όπου και απεβίωσε ειρηνικά.