Άγιος Ιωάννης Πρόδρομος και Βαπτιστής (Σύλληψη) - Άγιος Νικόλαος ο παντοπώλης ο Νεομάρτυρας από το Καρπενήσι - Αγία Ραΐς η παρθένος - Οσίες Ξανθίππη και Πολυξένη
Βιογραφία
Ἀνδρὶ Προφήτῃ χρησμὸς ἐξ Ἀρχαγγέλου,
Τεκεῖν προφήτην, καὶ Προφήτου τι πλέον.
Εἰκάδῃ τῇ τριτάτῃ γαστὴρ λαβὲ Πρόδρομον εἴσω.
Έτσι προφήτευσε ο προφήτης Ησαΐας για τον Πρόδρομο του Κυρίου, Ιωάννη: «Φωνὴ βοῶντος ἐν τὴ ἐρήμω, ἑτοιμάσατε τὴν ὁδὸν Κυρίου, εὐθείας ποιεῖτε τᾶς τρίβους αὐτοῦ». (Ησαΐας μ', 3). Δηλαδή, φωνή ανθρώπου, που φωνάζει στην έρημο και λέει: «Ετοιμάστε το δρόμο, απ’ όπου θα έλθει ο Κύριος σε σας. Κάνετε ίσιους και ομαλούς τους δρόμους, από τους οποίους θα περάσει». Ξεριζώστε, δηλαδή, από τις ψυχές σας τα αγκάθια των αμαρτωλών παθών και ρίξτε μακριά τα λιθάρια του εγωισμού και της πώρωσης και καθαρίστε με μετάνοια το εσωτερικό σας, για να δεχθεί τον Κύριο. Η φωνή αυτή, που ήταν ο Ιωάννης, γεννήθηκε με θαυμαστό τρόπο. Ο Πατέρας του Ζαχαρίας ήταν Ιερέας. Την ώρα του θυμιάματος μέσα στο θυσιαστήριο, είδε άγγελο Κυρίου, που του ανήγγειλε, ότι θα αποκτούσε γιο και θα ονομαζόταν Ιωάννης. Ο Ζαχαρίας σκίρτησε από χαρά, αλλά δυσπίστησε. Η γυναίκα του ήταν στείρα και γριά, πώς θα γινόταν αυτό που άκουγε; Τότε ο άγγελος του είπε ότι για να τιμωρηθεί η δυσπιστία του, μέχρι να πραγματοποιηθεί η βουλή του Θεού, αυτός θα έμενε κωφάλαλος. Πράγματι, η Ελισάβετ συνέλαβε, και μετά εννιά μήνες έκανε γιο. Μετά οκτώ ήμερες, στην περιτομή του παιδιού, οι συγγενείς θέλησαν να του δώσουν το όνομα του πατέρα του, Ζαχαρία. Όμως, ο Ζαχαρίας, έγραψε επάνω σε πινακίδιο το όνομα Ιωάννης. Αμέσως δε, λύθηκε η γλώσσα του, και η χαρά για όλους ήταν μεγάλη.
Βιογραφία
O Nικόλαος πάντα πωλήσας κάτω,
Eξηγόρασε Xριστόν άνω εκ ξίφους.
«....Εγώ χριστιανός είμαι και τον Χριστό μου πιστεύω για αληθινό Θεό. Οι τιμές και τα οφίκια που μου τάζεις, δεν μου χρειάζονται. Εγώ τον Χριστό μου δεν αρνούμαι, τον Χριστό πιστεύω, για το όνομα του θα πεθάνω, Τούρκος δεν γίνομαι». Αυτή ήταν η δυναμική απάντηση του νεαρού Νικολάου στον κριτή, όταν με πλεκτάνη προσπάθησαν να τον εξισλαμίσουν.
Ο Νικόλαος γεννήθηκε στο Καρπενήσι από γονείς ευσεβείς (ανήκε, κατά παράδοσιν σωζομένην προφορικώς μέχρι σήμερα, στην οικογένεια Καρανίκα), που φρόντισαν και για τη δική του ευσέβεια και μόρφωση. Σε ηλικία 15 χρονών βρίσκεται στην Κωνσταντινούπολη, υπηρετώντας στο παντοπωλείο του πατέρα του, στο Ταχτά Καλέ. Κάποιος κουρέας Τούρκος όμως, που του μάθαινε την Τούρκικη γλώσσα, του έδωσε να διαβάσει την Τούρκικη ομολογία πίστης, μπροστά σε μάρτυρες, χωρίς ο Νικόλαος να γνωρίζει τίποτα. Όταν του είπαν ότι γίνεται Τούρκος, ο Νικόλαος αμέσως ομολόγησε την πίστη του στον Χριστό. Η δυναμική απάντηση που έδωσε στον κριτή, έκανε τους Τούρκους να τον βασανίσουν μέσα στη φυλακή με τον πιο άγριο τρόπο. Παρ' όλα αυτά όμως, ο Νικόλαος έμεινε ακλόνητος στην πίστη του. Έτσι, τη Δευτέρα 23 Σεπτεμβρίου 1672 μ.Χ. τον αποκεφάλισαν. Ήταν 15 χρονών.
Το λείψανο του ενταφιάστηκε στο Μοναστήρι της Παναγίας Χάλκης. Αργότερα η κάρα του Αγίου, μεταφέρθηκε στην Ιερά Μονή Ξηροποτάμου του Άγιου Όρους.
Σπουδαίες πληροφορίες για το μαρτύριο του νεαρού Αγίου έδωσε ο τότε γραμματέας της Γαλλικής πρεσβείας στην Κωνσταντινούπολη, ο οποίος είχε εντυπωσιασθεί από το σθένος και την πίστη του Νικολάου.
Βιογραφία
Ποθοῦσα κάλλος ἡ Ῥαῒς Θεοῦ βλέπειν,
Σαρκὸς τὸ κάλλος ἐκδίδωσι τῷ ξίφει.
Η Αγία Ραΐς καταγόταν από την πόλη Βάταν (ή Τάμαν) της Αιγύπτου και ήταν θυγατέρα κάποιου Πέτρου και από 12χρονών έγινε μοναχή.
Όταν κάποτε πήγε στην πηγή, μαζί με άλλες παρθένες, για να φέρει νερό, είδε πλήθος χριστιανών τους οποίους είχε δεμένους ο ηγεμόνας Λουκιανός. Τότε και αυτή πήγε και έσμιξε με το πλήθος αυτό. Ο δε δεσμοφύλακας, τη συμβούλεψε να απομακρυνθεί για να μη χάσει τη ζωή της μαζί με τους υπόλοιπους. Η δε Αγία Ραΐς όχι μόνο δεν έφυγε, αλλά με ευτολμία παρουσιάστηκε μπροστά στον ηγεμόνα, περιγέλασε τους θεούς του και τον έφτυσε κατάμουτρα, επειδή και αυτός ειρωνεύτηκε τον Χριστό. Αμέσως τότε τη βασάνισαν φρικτά και στο τέλος την αποκεφάλισαν, παίρνοντας έτσι το αμάραντο στεφάνι του μαρτυρίου.
Βιογραφία
Τάς συγγόνους Ξανθίππην καὶ Πολυξένην,
Χοροὶ συνοίκους λαμβάνουσιν Ἀγγέλων.
Ἀξίως εἰλήφατε θεόθεν γέρα,
ὁμαίμονες, Ξανθίππη καὶ Πολυξένη.
Οι Οσίες Ξανθίππη και Πολυξένη ήταν Ισπανίδες αδελφές και έζησαν στα μέσα του πρώτου αιώνα μετά Χριστόν, όταν Καίσαρ ήταν ο Κλαύδιος ο Α’ (41-54 μ.Χ.).
Η Ξανθίππη μαζί με το σύζυγο της Πρόβο, άρχοντος της χώρας, διδάχτηκε τη χριστιανική θρησκεία, και ήλθε σ' αυτή, από τον απόστολο Παύλο (βλ. Pωμ. ιε', 28).
Η Πολυξένη ήταν παρθένος, προτού δε λάβη το άγιο βάπτισμα, είχε αρπαγή από κάποιον άνδρα ασελγή, αλλά η χάρις του Θεού την προστάτευσε και δεν του επέτρεψε να την διαφθείρη. Μεταβαίνοντας από τόπου εις τόπον άκουσε το κήρυγμα του αποστόλου Πέτρου και κατόπιν το κήρυγμα του αποστόλου Φιλίππου στην Ελλάδα. Τέλος, έγινε μαθήτρια του αποστόλου Ανδρέα, ο οποίος την έβάπτισε. Επανερχόμενη στην πατρίδα της, παρέλαβε μαζί της τον απόστολο Ονήσιμο και την συνοδοιπόρο των ταξιδιών της Ρεβέκκα, μαζί μέ την οποία είχε βαπτισθή.
Και οι δύο αδελφές, εργάστηκαν για τη χριστιανική πίστη και οδήγησαν σ' αυτή πολλές γυναίκες. Πέθαναν και οι δύο ειρηνικά σε προχωρημένη ηλικία, χωρίς να πάψουν μέχρι και την τελευταία τους πνοή να στηρίζουν τις ασθενικές ψυχές στη χριστιανική ελπίδα.