Άγιος Παύλος Α' ο Ομολογητής και Ιερομάρτυρας Αρχιεπίσκοπος Κωνσταντινούπολης - Όσιος Λουκάς - Άγιος Δημητριανός επίσκοπος Κηθηρίας Κύπρου
Βιογραφία
Τὴν εἰς φάρυγγα Παῦλος αὐχῶν ἀγχόνην,
Λύει φάρυγξι ῥευμάτων τὴν ἀγχόνην.
Οὕνεκα ὡμολογεῖ Παῦλος Θεόν, ἄγχεται ἕκτῃ.
Ο Άγιος Παύλος γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη, στις αρχές του 4ου αιώνα μ.Χ. και υπήρξε γραμματέας του αγιοτάτου Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως Αλεξάνδρου (βλέπε 30 Αυγούστου).
Όταν απεβίωσε ο Αλέξανδρος, το 377 μ.Χ., ο Παύλος εξελέγχθηκε Πατριάρχης. Ο αυτοκράτορας Κωνστάντιος, όταν το πληροφορήθηκε δυσανασχέτησε, μία και ήταν οπαδός της αίρεσης των Αρειανών. Όταν ο Κωνστάντιος επέστρεψε από την Αντιόχεια στην Κωνσταντινούπολη, απομάκρυνε από τον πατριαρχικό θρόνο τον Παύλο και ανακήρυξε αυθαίρετα Πατριάρχη, τον αρειανόφρονα Νικομήδειας Ευσέβιο. Τότε ο Άγιος Παύλος πήγε στη Ρώμη. Εκεί βρήκε τον Μέγα Αθανάσιο (βλέπε 18 Ιανουαρίου), τον οποίο είχε απομακρύνει από το Πατριαρχείο Αλεξανδρείας ο Κωνστάντιος.
Πληροφορηθείς τα γεγονότα, ο αυτοκράτορας Κώνστας, έστειλε γράμμα στον αδελφό του τον Κωνστάντιο, διαμαρτυρόμενος για τη στάση του. Έτσι ο Παύλος και ο Αθανάσιος επανήλθαν στο αξίωμά τους.
Δυστυχώς μετά από λίγο καιρό ο Κώνστας πέθανε. Έτσι ο Κωνστάντιος διέταξε, από την Αντιόχεια που ήταν, να απομακρύνουν τον Παύλο από τον Πατριαρχικό θρόνο. Μάλιστα τον εξόρισε στην Κουκουσό της Αρμενίας.
Μία μέρα που τελούσε την Θεία Λειτουργία όρμησαν καταπάνω του Αρειανοί και τον έπνιξαν με το ίδιο του το ωμοφόριο. Έτσι ο Άγιος ετελείωσε και παρέδωσε την ψυχή του στον Κύριο.
Το 385 μ.Χ., το αδιάφθορο Λείψανο του Αγίου Παύλου, μετακομίσθηκε στην Κωνσταντινούπολη κατά την βασιλεία του Μεγάλου Θεοδοσίου. Αρχικά κατατέθηκε στο Ναό της Αγίας Ειρήνης και έπειτα σε ναό προς τιμή του. Το Λείψανο μεταφέρθηκε στη Βενετία το 1226 μ.Χ. και κατατέθηκε στη γυναικεία Μονή του Αγίου Λορέντζου, όπου φυλάσσονταν και τα Λείψανα του Όσιου Βαρβάρου του Μυροβλύτου και της Αγίας Κανδίδης. Άγνωστο κάτω από ποιες συνθήκες το Λείψανο χάθηκε, για να βρεθεί το 1493 μ.Χ. Κατά την αναγνώριση του 1686 μ.Χ. ο Βολλανδιστής C. Jannik διαπίστωσε και περιέγραψε την ακεραιότητα του Λειψάνου.
Όσιος Λουκάς
Βιογραφία
Ἀρεστά, Λουκᾶ, τῷ Θεῷ πράξας Λόγῳ.
Τῆς εὐαρέστων ἐκθανὼν μοίρας γίνῃ.
Ξένος προς τις μάταιες κλήσεις και επιθυμίες, καταγινόταν ήσυχα με την εργασία του και τον υπόλοιπο καιρό χρησιμοποιούσε για λογική ανάπαυση, μελέτη και αγάπη προς τον πλησίον του.
Ο όσιος Λουκάς ήταν από το Ταυρομένιο της Σικελίας και από μικρό παιδί διακρινόταν για τη ζωντανή ευσέβεια του. Από τον ιδρώτα του έδινε στους φτωχούς και πολλές φορές αγρύπνησε κοντά στα κρεβάτια δυστυχισμένων, που χωρίς οικογένεια περνούσαν την ασθένεια μέσα στη θλίψη και τη μόνωση. Οι γονείς του θέλησαν να τον παντρέψουν, αλλά ο Λουκάς δεν δέχτηκε. Δεν περιφρονώ, έλεγε τον γάμο, αφού τόσο τον τίμησε ο Κύριος μας και η Εκκλησία. Αλλά είναι τάχα ανάγκη να παντρευτούμε όλοι; Υπάρχουν τόσες διακονίες προς τον πλησίον, που μπορεί να εκτελεί ο άγαμος με περισσότερη ευκολία. Επίσης είναι υποχρεωτικό να αποκτήσει κανείς παιδιά; Και μήπως τάχα δεν είναι ιερό και ωραίο να δώσει κανείς ψωμί και να φέρει κάποια ακτίνα παρηγοριάς στις καρδιές απόρων ορφανών;
Αργότερα ο Λουκάς έγινε μοναχός και ασκήτευε σε κάποια τοποθεσία της Αίτνας. Στη συνέχεια ταξίδεψε στο Βυζάντιο, όπου υπήρχαν τόσοι θησαυροί της Εκκλησίας. Τελικά τον τράβηξε η Κόρινθος, όπου δίδασκε και οικοδομούσε με τις ευσεβείς ομιλίες του και τις πατρικές συμβουλές του. Εκεί επίσης τον βρήκε και ο ειρηνικός θάνατος του δικαίου.
Άγιος Δημητριανός επίσκοπος Κηθηρίας Κύπρου
Βιογραφία
Ο Άγιος Δημητριανός είναι άγνωστος στους Συναξαριστές, γνωστός όμως στην εκκλησία της Κύπρου σαν επίσκοπος Κηθηρίας (ή Κυθραίων ή Χυτρών).
Έζησε στα χρόνια του βασιλιά Θεοφίλου του εικονομάχου (829 - 843 μ.Χ.) και γεννήθηκε στο χωριό Συκά της Κυθρίας από πατέρα που ήταν Ιερέας. Έγινε μοναχός και έπειτα πρεσβύτερος από τον επίσκοπο Χυτρών Ευστάθιο, που τον διαδέχτηκε στο θρόνο. Ο Δημητριανός συμμετείχε της αιχμαλωσίας του ποιμνίου του από τους Αιγυπτίους και κατόπιν επέστρεψε μ' αυτό στην Κύπρο, όπου όσιακά αφού έζησε, πέθανε σε βαθιά γεράματα.