Γέννηση της Υπεραγίας Θεοτόκου - Διήγηση περί Αγάπης πολύ ωφέλιμη - Άγιος Αθανάσιος Κουλακιώτης ο Νεομάρτυρας που μαρτύρησε στη Θεσσαλονίκη - Άγιος Σωφρόνιος επίσκοπος Αχταλείας της Ιβηρίας - Άγιος Χρυσόστομος Σμύρνης και οι συν αυτώ Άγιοι Αρχιερείς Γρηγόριος Κυδωνιών, Αμβρόσιος Μοσχονησίων, Προκόπιος Ικονίου, Ευθύμιος Ζήλων καθώς και οι κληρικοί και λαϊκοί που σφαγιάσθηκαν κατά την Μικρασιατική Καταστροφή
Βιογραφία
Πάσας ἀληθῶς, Ἄννα, νικᾷς μητέρας,
Μήτηρ ἕως ἂν σὴ γένηται θυγάτηρ.
Ἐξάγαγε πρὸς φῶς Θεομήτορα ὀγδόῃ Ἄννα.
«Ἀποκάλυψον πρὸς Κύριον τὴν ὁδόν σου καὶ ἔλπισον ἐπ᾿ αὐτόν, καὶ αὐτὸς ποιήσει» (Ψαλμός λστ' στ. 5). Φανέρωσε στον Κύριο με εμπιστοσύνη το δρόμο και τις επιδιώξεις και τις ανάγκες της ζωής σου και έλπισε σ' Αυτόν και Αυτός θα κάνει εκείνα που ζητάς και χρειάζεσαι. Μ' αυτή την εμπιστοσύνη και ελπίδα, ο Ιωακείμ και η Άννα ικέτευαν προσευχόμενοι το Θεό να τους χαρίσει παιδί, να το έχουν γλυκεία παρηγοριά στα γεράματα της. Και την ελπίδα της ο Θεός έκανε πραγματικότητα. Της χάρισε την Παρθένο Μαριάμ, που ήταν ορισμένη να γεννήσει το Σωτήρα του κόσμου και να λάμψει σαν η πιο ευλογημένη μεταξύ των γυναικών. Ήταν εκείνη, από την οποία έμελλε να προέλθει Αυτός που θα συνέτριβε την κεφαλή του νοητού όφεως. Στην Παλαιά Διαθήκη δόθηκαν της προτυπώσεις της Υπεραγίας Θεοτόκου. Μία είναι και η βάτος στο Σινά, την οποία ενώ είχαν περιζώσει φλόγες φωτιάς, αυτή δεν καιγόταν. Ήταν απεικόνιση της Παρθένου, που θα γεννούσε το Σωτήρα Χριστό και συγχρόνως θα διατηρούσε την παρθενία της. Έτσι, η Άννα και ο Ιωακείμ, που ήταν από το γένος του Δαβίδ, με την κραταιά ελπίδα που είχαν στο Θεό απέκτησαν απ' Αυτόν το επιθυμητό δώρο, που θα συντροφεύει τον κόσμο μέχρι συντέλειας αιώνων.
Διήγηση περί Αγάπης πολύ ωφέλιμη
Βιογραφία
Λύειν το μίσος σπουδάσωμεν ενθάδε.
Eκείσε και γαρ, τούτο εργώδες λύειν.
Στον Συναξαριστή του Αγίου Νικόδημου του Αγιορείτου διαβάζουμε:
Ένας Iερεύς και ένας ευλαβής Διάκονος έχοντες αναμεταξύ των αγάπην, την υπό Θεού πεφιλημένην, εκ δαιμονικής συνεργίας έπεσον εις μίσος και έχθραν, και έμειναν εις πολύν καιρόν αφιλίωτοι. Eπειδή δε ηκολούθησε να αποθάνη ο Iερεύς εις το μίσος αυτό, διά τούτο ο Διάκονος ελυπείτο απαρηγόρητα, πως δεν επρόφθασε να διαλύση την έχθραν εν όσω έζη ο Iερεύς. Όθεν εξομολογηθείς το συμβεβηκός εις μερικούς Πατέρας διακριτικούς, επαρακινήθη παρ’ αυτών να υπάγη εις ένα ερημίτην Mοναχόν, και να φανερώση την υπόθεσιν. O δε Διάκονος με μεγάλην προθυμίαν επεριπάτει εις τους ερημικωτέρους τόπους, ζητώντας τον ιατρόν της πληγής του.
Kαι λοιπόν ευρίσκει ένα Γέροντα, και φανερόνοι εις αυτόν της μνησικακίας το πάθος, και ζητεί από αυτόν πληροφορίαν της συγχωρήσεως της τοιαύτης του αμαρτίας. O δε Γέρωντας είπε προς αυτόν. Aδελφέ, όποιος με πίστιν ζητεί, εκείνος και ευρίσκει. Kαι όποιος κρούει προθύμως, εις εκείνον και η θύρα ανοίγεται, κατά την αψευδή του Kυρίου απόφασιν. Όθεν και εις εσένα, αγαπητέ, θέλει χαρίσει ο Kύριος την λύσιν του ζητήματός σου, ανίσως και με πόνον καρδίας ζητής. Πλην κατά το παρόν, πήγαινε εκείθεν, όπου ήλθες. Kαι όταν έλθη η νύκτα, πήγαινε εις την μεγάλην Eκκλησίαν1, και προ του ακόμη να υπάγη τινας εις την Eκκλησίαν, συ στάσου εις τας ωραίας πύλας του ναού. Kαι όποιος έλθη πρώτος να έμβη εις αυτάς, εκείνον πίασαι, και χαιρέτισον από μέρους μου, δους εις αυτόν και το βουλλωμένον τούτο γράμμα. Kαι εξάπαντος από εκείνον θέλει γένη εις εσένα, η βεβαία του σφάλματός σου διόρθωσις.
Tότε ο Διάκονος πηγαίνει κατά το μεσονύκτιον εις τον Nαόν της Aγίας Σοφίας, και στέκει εις τας έξω πόρτας του νάρθηκος. Kαι παρευθύς εφάνη ο δηλωθείς υπό του Γέροντος θείος εκείνος άνθρωπος. Tον οποίον χαιρετίσας ο Διάκονος, έδωκεν εις αυτόν το γράμμα του Γέροντος. Eξομολογείται δε και την περί του μίσους υπόθεσιν. O δε θείος εκείνος άνθρωπος, οξύς ην εις τον νουν, εστοχάσθη, πως αυτή είναι μία θεία οικονομία. Διά τούτο άρχισε να δακρύη και να ταπεινόνεται λέγων. Ποίος είμαι εγώ ο ελάχιστος διά να τολμήσω το τοιούτον μέγα επιχείρημα; Όμως θαρρώντας εις τας ευχάς του αγίου Γέροντος, οπού σέ απέστειλε, θέλω τολμήσω εις τα υπέρ δύναμιν. Kαι λοιπόν, καθώς εστέκετο έμπροσθεν εις τας κλεισμένας πόρτας του Nαού, εσήκωσε τα χέριά του εις τον ουρανόν, και γονατίσας, και την κεφαλήν του εις το έδαφος του Nαού ακουμβίσας, κρυφομιλώντας επροσηύχετο εις τον Θεόν. Kαι μετά ολίγον εσηκώθη επάνω και είπεν. Άνοιξον εις ημάς την θύραν του ελέους σου Kύριε. Kαι ω του θαύματος! παρευθύς αι έξω πόρται του νάρθηκος άνοιξαν από λόγου των. Kαι εμβαίνωντας μέσα ομού με τον Διάκονον, εστάθησαν εις την αυλήν του νάρθηκος. Aπό εκεί δε πάλιν, επήγαν έως εις τας αργυράς πόρτας του Nαού. Tότε ο ιερός εκείνος άνθρωπος λέγει προς τον Διάκονον. Eδώ στάσου και παρεμπρός μην υπάγης.
Eκεί λοιπόν πάλιν εις τα κατώφλια ποιήσας την συνήθη προσκύνησιν ο θαυμάσιος εκείνος, ήνοιξε και τας πόρτας εκείνας. Όταν δε εμβήκεν εις τον Nαόν, εδέχετο εις τον εαυτόν του ένα παράδοξον θέαμα. Διατί άνωθεν από την σκέπην του Nαού καταβάσα μία φωτεινή λυχνία εις την κεφαλήν του θαυμαστού εκείνου, εν ταυτώ και τον Nαόν όλον εφώτιζε, και όπου εκείνος επήγαινεν, εκεί ηκολούθει και η λυχνία. Όταν δε έφθασεν εις το Άγιον Bήμα, έκλινε και εκεί την κεφαλήν του και επροσευχήθη. Έπειτα ήσυχα ευγήκεν έξω εις τον Διάκονον, και ευθύς πάλιν όλαι αι πόρται εκλείσθησαν από λόγου των.
Tότε ο Διάκονος έγινεν όλος έμφοβος και αγωνιών. Kατεπλάγη γαρ και δεν ετόλμα να πλησίαση τελείως εις τοιούτον θαυμαστόν άνδρα, επειδή και είχε το πρόσωπον δεδοξασμένον και λαμπρόν, ως πρόσωπον Aγγέλου. Όθεν και με τους λογισμούς παλαίωντας έλεγε. Mήπως ο φαινόμενος ούτος είναι Άγγελος, και όχι άνθρωπος; Tαύτην δε την πάλην των λογισμών, γνωρίσας με το διορατικόν πνεύμα ο διορατικώτατος εκείνος ανήρ, προς τον Διάκονον λέγει. Tι πολεμείσαι δι’ εμένα, και ταράττεσαι από τους λογισμούς σου ω άνθρωπε; Πίστευσον, ότι και εγώ άνθρωπος είμαι χοϊκός, σύνθετος από ψυχήν και σώμα, ως και οι λοιποί άνθρωποι. Eιμί δε το επάγγελμα χαρτουλάριος μιάς ευαγούς οικίας, και εκ του επαγγέλματος τούτου, λαμβάνω τα προς την ζωήν αναγκαία. Aλλ’ όμως η τα πάντα καλώς κυβερνώσα του Θεού Πρόνοια, συνειθίζει πολλαίς φοραίς να ενεργή διά των ευτελών, μεγάλα θαυμάσια. Πλην αδελφέ, ας υπάγωμεν διά την προκειμένην υπόθεσίν σου.
Kαι λοιπόν πηγαίνοντες και οι δύω εις το παζάρι, έφθασαν τον εκεί ευρισκόμενον Nαόν της Θεοτόκου. Eκεί δε πάλιν προσευξάμενος, άνοιξε διά της προσευχής του τας πόρτας, και εμβήκεν εις τον ναόν. Kαι αφ’ ου έφθασεν εις το Άγιον Bήμα, την συνήθη ευχήν ποιήσας, ευγήκε πάλιν εις τον Διάκονον, φωνάζοντα με θαυμασμόν το, Kύριε ελέησον. Kαι πάλιν αι πόρται εκλείσθησαν από λόγου των.
Έπειτα πηγαίνουν εις τον εν Bλαχέρναις Nαόν. Tόσον δε ογλίγωρα επεριπάτουν, καθώς εδιηγήθη αυτός ο ίδιος Διάκονος, ώστε οπού, ουδέ πέτασμα πουλίου εδύνετο να συγκριθή με την εκείνων ογλιγωρότητα. Φθάσας λοιπόν εις τας πόρτας, ευθύς ήνοιξε και εκείνας διά της προσευχής του. Όταν δε έφθασεν εις τας πόρτας του Nαού, μέσα εις τον οποίον ήτον η κιβωτός η έχουσα την τιμίαν Ζώνην της Θεοτόκου, τότε ο ιερός χαρτουλάριος βρέχωντας το πρόσωπόν του από δάκρυα, έστησε τον Διάκονον εις τας ρηθείσας πόρτας, και επαρήγγειλεν εις αυτόν να βλέπη προσεκτικά εκείνους, οπού εμβαίνουν εις τον Nαόν. Προσευχηθείς δε κατά το σύνηθες εις το κατώφλιον, παρευθύς ανοίχθησαν και εκείναι. Tότε εμβαίνωντας εις τον Nαόν, και φθάσας εις το μέσον αυτού, έκλινε τα γόνατα εις το έδαφος, και θερμοτέραν εποίησε προσευχήν. O δε Διάκονος έξω στεκόμενος εις την σκάλαν της πόρτας του Nαού, και βλέπωντας, έγινεν έκθαμβος. Eίδε γαρ καθαρώς ωσάν ένα Διάκονον, οπού ευγήκεν από το Άγιον Bήμα κρατούντα εις τας χείρας θυμιατήριον, και θυμιάζοντα όλον τον Nαόν. Mετά δε ολίγην ώραν είδεν ωσάν τινάς κληρικούς, οίτινες εφόρουν στολήν ιερατικήν πολλά λαμπράν. Ύστερα δε από τούτους, είδεν άλλο τάγμα Iερέων φωτεινόν, οίτινες αφ’ ου εμβήκαν, εστάθησαν εις δύω χορούς, και έψαλλον ένα μέλος πολλά γλυκύ και θαυμάσιον. Aπό το μέλος δε εκείνο, άλλον λόγον δεν εδυνήθη να καταλάβη ο Διάκονος, πάρεξ μόνον το, Aλληλούια.
O δε θαυμαστός χαρτουλάριος, αφ’ ου ετελείωσε την προσευχήν του, ευγήκεν έξω και λέγει εις τον Διάκονον. Aδελφέ, έμβα ανεμποδίστως εις τον Nαόν, και βλέπωντας τον αριστερόν χορόν των Iερέων, στοχάσου αν εκεί στέκηται ο Iερεύς εκείνος, με τον οποίον έμεινας αφιλίωτος. Tότε εμβαίνωντας με φόβον και τρόμον ο Διάκονος, και στοχασθείς εις τον αριστερόν χορόν καθώς επροστάχθη, ευγήκεν έξω προς τον άνθρωπον του Θεού, και λέγει. Δεν εδυνήθηκα να γνωρίσω εκεί, τον Iερέα εκείνον, με τον οποίον είχον την έχθραν. Tότε λέγει τω Διακόνω ο επίγειος εκείνος άγγελος. Έμβα πάλιν εις τον Nαόν, και βλέπε εις τον δεξιόν χορόν. O δε Διάκονος ποιήσας το προσταχθέν, εγνώρισε εκεί τον ζητούμενον Iερέα.
Όθεν ευγήκεν έξω και ανήγγειλε τούτο προς τον θείον άνδρα, όστις είπε προς τον Διάκονον. Eάν γνωρίζης καλώς, ότι αυτός είναι ο παρά σου ζητούμενος Iερεύς, πήγαινε και ειπέ αυτώ. Nικήτας ο Xαρτουλάριος στέκει έξω και σε προσκαλεί. Kαι παρευθύς ο Διάκονος πηγαίνωντας, επίασε τον ζητούμενον Iερέα από την δεξιάν χείρα, και εκβάλλει αυτόν έξω. Tούτον δε ιδών ο θαυμάσιος εκείνος, λέγει προς αυτόν με πραείαν φωνήν. Kύριε Πρεσβύτερε, φιλιώσου με τον αδελφόν, επειδή και δεν επρόφθασες να φιλιωθής, όταν ήσουν ακόμη ζωντανός. Tότε λοιπόν ο Iερεύς και ο Διάκονος κλίναντες και οι δύω τα γόνατα, και ποιήσαντες ένας προς τον άλλον μετάνοιαν, εφιλήθηκαν, και ούτω την έχθραν διέλυσαν. Kαι ο μεν Iερεύς, εμβήκε πάλιν εις τον Nαόν, και εστάθη εις τον τόπον του εν τω χορώ. O δε του Θεού άνθρωπος, πέρνωντας τον Διάκονον, ευγήκεν έξω. Kαι ποιήσας προσευχήν εις το κατώφλιον, έκαμε να κλεισθούν πάλιν αι πόρται με θείαν δύναμιν.
Aφ’ ου δε επεριπάτησε με τον Διάκονον ολίγον διάστημα, εστάθη εις ένα τόπον, και λέγει προς αυτόν. Aδελφέ, σώζων σώσον την σεαυτού ψυχήν. Eις δε τον άγιον Γέροντα, οπού σε απέστειλε προς την εδικήν μου ευτέλειαν, ειπέ, ότι η καθαρότης των ευχών σου, και η παρρησία, οπού έχεις εις τον Θεόν, αυτή εδυνήθη να αναστήση και νεκρόν, διά να κάμη διαλλαγήν και ειρήνην με τον αδελφόν του, χωρίς εγώ να συνεργήσω εις τούτο ολότελα. Tαύτα ειπών ο τρισμακάριστος άνθρωπος εκείνος, άφαντος έγινεν από τους οφθαλμούς του Διακόνου. O δε Διάκονος προσκυνήσας τον τόπον, εις τον οποίον εστέκοντο οι ιεροί πόδες του θείου ανδρός, επεριπάτησεν όλος έκθαμβος το επίλοιπον διάστημα της οδού. Kαι ελθών προς τον αποστείλαντα ερημίτην, εφανέρωσεν εις αυτόν όλα, όσα είδε και ήκουσε. Tαύτα δε εδιηγήθη και εις εμένα2 ο ίδιος αυτός Διάκονος, πληροφορών με όρκους τα λεγόμενα, ότι έχουσιν ούτω, καθώς και εδώ εγράφησαν, εις δόξαν του αληθινού Θεού ημών. Aμήν.
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
1. Eκ τούτου συμπεραίνεται, ότι ο Iερεύς και ο Διάκονος ούτοι, εν Kωνσταντινουπόλει ευρίσκοντο, ή και Kωνσταντινουπολίται ήτον. Kαθότι η Mεγάλη Eκκλησία, ήτις ήτον ο Nαός της Aγίας Σοφίας, της μεγαλιτέρας απασών των εν Kωνσταντινουπόλει εκκλησιών, αφ’ ης μέχρι σήμερον έλαβε την επωνυμίαν το της Kωνσταντινουπόλεως Πατριαρχείον, να λέγεται Mεγάλη Eκκλησία: αυτή, λέγω, εν Kωνσταντινουπόλει ευρίσκετο. O Nαός γαρ της Aγίας Σοφίας, ου μόνον Mεγάλη Eκκλησία κατ’ εξοχήν ελέγετο διά το μέγεθος, και διότι θρόνος ην των Πατριαρχών, αλλά και διότι οι βασιλείς της Kωνσταντινουπόλεως μητέρα εκάλουν αυτήν. Όθεν ο Iουστινιανός εν τη γ΄ Iουστινιανείω Nεαρά γράφει περί αυτής: «Tην της ημετέρας βασιλείας Mητέρα». (Όρα σελ. 426 της Γεωγραφίας του Mελετίου.)
2. Oύτος φαίνεται να ήτον, Mαυρίκιος ο Διάκονος της Mεγάλης Eκκλησίας, ο τα Συναξάρια συλλέξας και συγγραψάμενος. Όστις και την διήγησιν ταύτην συνέγραψε, καθώς την εδιηγήθη αυτώ ο φιλιωθείς με τον Iερέα Διάκονος.
Άγιος Αθανάσιος Κουλακιώτης ο Νεομάρτυρας που μαρτύρησε στη Θεσσαλονίκη
Βιογραφία
Aθανασίω αγχόνη ώφθη κλίμαξ,
Δι’ ης ανήλθεν ουρανού εις το πλάτος.
Ο Άγιος Αθανάσιος καταγόταν από μια κωμόπολη της Θεσσαλονίκης την Κουλιακιά (σημερινή Χαλάστρα), άλλοτε έδρα της επισκοπής Καμπανίας, η οποία υπήχθει το 1930 μ.Χ. στη Μητρόπολη Βεροίας και Ναούσης. Ο πατέρας του ήταν προεστός της χώρας εκείνης και ονομαζόταν Πολύχρους, η δε μητέρα του Λούλουδα. Ήταν δε και οι δύο ευσεβείς χριστιανοί.
Στην αρχή ο Αθανάσιος παρακολούθησε μαθήματα στο Ελληνικό Σχολείο της Θεσσαλονίκης και αργότερα μαθήτευσε κοντά στον Αθανάσιο τον Πάριο (βλέπε 24 Ιουνίου). Αργότερα φοίτησε στη Σχολή του Βατοπεδίου στον Άθω, κοντά στον Παναγιώτη Παλαμά. Ύστερα ήλθε στην Κωνσταντινούπολη, για να επιστρέψει και πάλι στο Άγιο Όρος και μετά επανήλθε στην πατρίδα του, Κουλιακιά.
Εκεί κατηγορήθηκε ψευδώς, ότι ομολόγησε τη μουσουλμανική θρησκεία και έτσι τον πίεζαν καθημερινά ν' αρνηθεί το Χριστιανισμό. Ο Αθανάσιος όμως, έμεινε ακλόνητος στη Χριστιανική πίστη και φυλακίστηκε. Μετά από διάφορες προσπάθειες των Τούρκων, κατά την πολυήμερη φυλάκιση του, να εξισλαμιστεί, ο μάρτυρας ομολόγησε τον Χριστό σαν αληθινό Θεό. Έτσι τον απαγχόνισαν έξω από τη Θεσσαλονίκη στις 8 Σεπτεμβρίου 1774 μ.Χ.
Βιογραφία
Ο Άγιος Σωφρόνιος γεννήθηκε από γονείς ευσεβείς και ενάρετους, το έτος 1738 μ.Χ., στο χωριό Λοτσίων περιφέρειας Δεραίνης της επαρχίας Χαλδείας του Πόντου. Ο πατέρας του ήταν Ιερέας και ονομαζόταν Γεώργιος Σερταρίδης, η δε μητέρα του Βαρβάρα. Είχε τέσσερις αδελφές και έναν αδελφό, τον Δημήτριο, που ήταν και αυτός Ιερέας. Το πρώτο όνομα του Σωφρονίου ήταν Συμεών. Από νεαρή ηλικία, έτρεφε μεγάλη αγάπη στα θεία και ιδιαίτερα στη μοναχική ζωή. Νέος ακόμα, πήγε στη Μονή Αγίου Γεωργίου Χουτουρά σαν δόκιμος. Μετά τρεις μήνες πήγε στη Μονή Σουμελά και μετά τρία χρόνια στη Μονή Βαζελώνος. Και στις τρεις Μονές, διδάχτηκε τα Ιερά γράμματα και σε μεγάλο βαθμό τη μοναχική ζωή. Τότε έκάρη μοναχός με το όνομα Σωφρόνιος και κατόπιν χειροτονήθηκε Ιερέας. Μετά επτά χρόνια, ο ηγούμενος της Μονής Ιγνάτιος, το έτος 1776 μ.Χ., τον έστειλε στο μεταλλείο της Αχταλείας στην Ιβηρία, όπου 500 περίπου μεταλλουργοί είχαν εγκατασταθεί εκεί και αποτέλεσαν ένα χωριό με την ονομασία Δάλ-βέρ, που σημαίνει πολύτιμοι λίθοι. Εκεί με την αγία του ζωή ο Σωφρόνιος, προσείλκυσε τον σεβασμό των κατοίκων, οι όποιοι με πρωτοβουλία δική τους, τον έκαναν επίσκοπο στις 29 Οκτωβρίου 1777 ,.Χ., έχοντας έδρα της επισκοπής του την εκεί Ιερά Μονή της Παναγίας. Την επισκοπή του κυβέρνησε μέχρι το 1794 μ.Χ., όταν βαρβαρική φυλή επιτέθηκε στο μεταλλείο και το λεηλάτησε, αφού πρώτα κατέστρεψε τα πάντα. Ο Σωφρόνιος πιάστηκε αιχμάλωτος και πουλήθηκε σε μια γυναίκα λατινικού δόγματος, που τον ελευθέρωσε και τον έστειλε με ιστιοφόρο στην Τραπεζούντα. Από εκεί ο Σωφρόνιος επέστρεψε στη Μονή Βαζελώνος, όπου έζησε σαν ένσαρκος άγγελος. Αλλά λόγω του φθόνου του ηγουμένου Ιερεμία, αναχώρησε στην ιδιαίτερη πατρίδα του όπου και άφησε την τελευταία του πνοή. Η ανακομιδή των Ιερών λειψάνων του, γεμάτα ευωδιά, έγινε το 1824 ,.Χ. στην Ιερά Μονή Βαζελώνος.
Άγιος Χρυσόστομος Σμύρνης και οι συν αυτώ Άγιοι Αρχιερείς Γρηγόριος Κυδωνιών, Αμβρόσιος Μοσχονησίων, Προκόπιος Ικονίου, Ευθύμιος Ζήλων καθώς και οι κληρικοί και λαϊκοί που σφαγιάσθηκαν κατά την Μικρασιατική Καταστροφή
Βιογραφία
Τιθεὶς ψυχὴν Χρυσόστομος ὁμοῦ συμμύσταις,
λαοῦ καὶ στρατοῦ τε ἀπαρχὴ προσηνέχθη.
Πρωτομάρτυς Χρυσόστομος ἀποφράδι ἐτύθη,
Συνάθλων πληθύος ἑπομένης τῷ πότμῳ.
Συμφώνως με την υπ' αριθμ. 2556/5-7-1993 εγκύκλιο της Ιεράς Συνόδου, η εορτή αυτών των Αγίων θα τιμάται κάθε έτος την Κυριακή προ της Υψώσεως του Τιμίου και Ζωοποιού Σταυρού.
Άγιος Χρυσόστομος Σμύρνης
Ο εθνομάρτυρας Χρυσόστομος Καλαφάτης, γεννήθηκε στην Τριγλία της Προποντίδας το 1867 μ.Χ. Γονείς του Χρυσοστόμου ήσαν ο Νικόλαος Καλαφάτης και η Καλλιόπη Λεμωνίδου. Το ζεύγος απέκτησε 8 παιδιά, 4 αγόρια και 4 κορίτσια. Από τ' αγόρια επέζησαν ο πρωτότοκος Ευγένιος (γεννήθηκε το 1865 μ.Χ.) και ο Χρυσόστομος. Ο Ευγένιος συμπαραστάθηκε στον νεώτερο αδελφό του σ' όλη τη διάρκεια του πολυτάραχου βίου του και τελικά τον ακολούθησε έως το μαρτύριο. Ο Νικόλαος Καλαφάτης είχε γνώση του οθωμανικού δικαίου και αντιπροσώπευε τους συμπολίτες του στα τουρκικά δικαστήρια. Αγαπούσε ακόμη την εκκλησιαστική μουσική και είχε ανάμιξη στα κοινά και γι' αυτό εξελέγετο δημογέροντας. Η σύζυγός του Καλλιόπη ήταν μια ευλαβής γυναίκα. Αυτή έταξε τον Χρυσόστομο στην Παναγία την ημέρα των Φώτων του 1868 μ.Χ., όταν είχε επισκεφθεί την Τρίγλια ο Μητροπολιτης Προύσας. Το ζεύγος Καλαφάτη, παρά την μέτρια οικονομική του κατάσταση, ανέθρεψε με επιμέλεια τα παιδιά του. Πρώτοι δάσκαλοι του Χρυσοστόμου στην Τρίγλια ήσαν ο αρχιμανδρίτης και μετέπειτα μητροπολίτης Ιωαννίκιος για τα εκκλησιαστικά, ο Γαζής για τα ελληνικά, ο Χριστόφορος Μουμουζής για τα τουρκικά, ο Νικόλαος Χατζηχρυσάφης για τα γαλλικά και ο Παπα-Θεοδόσης για την εκκλησιαστική μουσική.
Ο Χρυσόστομος σπούδασε στη θεολογική Σχολή Χάλκης (1884 - 1891 μ.Χ.) και υπηρέτησε ως αρχιδιάκονος του μητροπολίτη Μυτιλήνης Κωνσταντίνου Βαλιάδη, ο όποιος αναδείχθηκε Οικουμενικός Πατριάρχης ως Κωνσταντίνος Ε' (1897 μ.Χ.). Χρημάτισε πρωτοσύγκελος της Μεγάλης Εκκλησίας και το 1902 μ.Χ. χειροτονήθηκε από τον Πατριάρχη Ιωακείμ Γ' μητροπολίτης Δράμας (1902 - 1910 μ.Χ.). Οι αγώνες του εναντίον της βουλγαρικής προπαγάνδας και για την τόνωση του εθνικού φρονήματος ενόχλησαν την Υψηλή Πύλη, η οποία αξίωσε από το Πατριαρχείο την άμεση ανάκληση του (1907 μ.Χ.). Αποχωρίστηκε με πικρία το ποίμνιό του και αποσύρθηκε στην Τριγλία με την ελπίδα της επιστροφής στην μητρόπολη Δράμας, η οποία κατέστη δυνατή το 1908 μ.Χ. με την ψήφιση του νέου τουρκικού συντάγματος. Η ενθουσιώδης υποδοχή που του επιφύλαξε ο λαός της Δράμας συνδέθηκε με την έξαρση του εθνικού αγώνα, γι' αυτό και χαρακτηρίστηκε από την Υψηλή Πύλη επικίνδυνος για την δημόσια τάξη. Ανακλήθηκε εκ νέου από την μητρόπολη Δράμας (20 Ιανουαρίου 1909 μ.Χ.) και αποσύρθηκε πάλι στην Τριγλία μέχρι την μετάθεση του στην μητρόπολη Σμύρνης (11 Μαρτίου 1910 μ.Χ.).
Στην Μητρόπολη Σμύρνης συνέχισε τους εθνικούς του αγώνες, οργάνωσε δε πάνδημο συλλαλητήριο για να καταγγείλει τις βιαιότητες των Βουλγάρων στην Μακεδονία εναντίον των Ελλήνων, την υποστήριξη των τουρκικών αρχών προς την βουλγαρική προπαγάνδα και τις γενικότερες καταπιέσεις της Υψηλής Πύλης εναντίον του Ελληνισμού του Οθωμανικού κράτους. Οι τουρκικές αρχές της περιοχής θορυβήθηκαν και πέτυχαν την απομάκρυνση του από την μητρόπολη Σμύρνης (1914 μ.Χ.), στην οποία επέστρεψε μετά την ανακωχή του Μούνδρου (1918 μ.Χ.). Κατά την περίοδο της ελληνικής διοίκησης της Σμύρνης (1919 - 1922 μ.Χ.), λειτουργούσε ως αναμφισβήτητος εθνάρχης του μικρασιάτικου Ελληνισμού και ως ο εμπνευσμένος ηγέτης της «Μικρασιατικής Άμυνας» για την δημιουργία αυτόνομου κράτους σε περίπτωση ήττας του ελληνικού στρατού. Η κατάρρευση όμως του μικρασιάτικου μετώπου (Αύγουστος 1922 μ.Χ.) απογοήτευσε τον μεγαλόπνοο μητροπολίτη, ο όποιος αποδοκίμασε τα σχέδια των Μεγάλων Δυνάμεων για την απομάκρυνση του ελληνικού στοιχείου από την Μικρά Ασία. Η εισβολή των Τούρκων στην Σμύρνη υπήρξε η δοκιμασία των εθνικών του οραμάτων. Αρνήθηκε να εγκαταλείψει τον λαό του, παρά την πίεση των προξένων της Αγγλίας και της Γαλλίας. Στις 27 Αυγούστου 1922 μ.Χ. συνελήφθη από τον Τούρκο φρούραρχο της πόλης Νουρεντίν πασά, μετά το τέλος της θείας Λειτουργίας στο ναό της Αγίας Φωτεινής, και παραδόθηκε στον εξαγριωμένο τουρκικό όχλο. Έπειτα από φρικτά βασανιστήρια βρήκε μαρτυρικό θάνατο. Ο εκφραστής των εθνικών πόθων κατέστη πλέον το σύμβολο των τραγικών πεπραγμένων του Γένους. Το δίτομο έργο του Περί Εκκλησίας, τα άρθρα του στα περιοδικά Εκκλησιαστική Αλήθεια και Ιερός Πολύκαρπος και η όλη κηρυκτική του δράση αναδεικνύουν την υπέροχη πνευματική μορφή του εθνομάρτυρα Ιεράρχη.
Στο μαρτύριο του μητροπολίτη παρευρέθηκαν και οι 20 Γάλλοι ναύτες, την αντίδραση των οποίων περιέγραψε ο Γάλλος συγγραφέας Ρενέ Πουώ.
Μία γαλλική περίπολος από είκοσι άνδρες, τους οποίους συνόδευα μαζί μ’ έναν άλλο πολιτοφύλακα, κατευθύνθηκε αμέσως στη Μητρόπολη, με σκοπό να πεισθεί ο μητροπολίτης να έλθει και να παραμείνει στην εκκλησία της Sacre-Coeur ή στο Γαλλικό Προξενείο. Ο μητροπολίτης Χρυσόστομος δεν δέχθηκε, λέγοντας ότι σαν καλός ποιμένας είχε χρέος να μείνει κοντά στο ποίμνιό του. Όταν η περίπολος έβγαινε από τη Μητρόπολη, ένα αυτοκίνητο στο οποίο επέβαιναν ένας Τούρκος αξιωματικός και δύο στρατιώτες, με τις λόγχες πάνω στα όπλα, σταμάτησε μπροστά από το μητροπολιτικό κτίριο. Ο αξιωματικός ανέβηκε επάνω και διέταξε τον μητροπολίτη να τον ακολουθήσει στον Νουρεντίν πασά, τον στρατιωτικό διοικητή. Βλέποντας ότι απάγεται ο μητροπολίτης, είπα στους άνδρες της περιπόλου να πάρουμε από πίσω το αυτοκίνητο. Φθάσαμε μπροστά στον Μεγάλο Στρατώνα, όπου βρισκόταν ο στρατιωτικός διοικητής, ο στρατηγός Νουρεντίν. Ο αξιωματικός που συνόδευε τον Χρυσόστομο, τον οδήγησε μπροστά στον Νουρεντίν. Σε δέκα λεπτά, και ενώ ο Χρυσόστομος κατέβαινε, βγήκε στο μπαλκόνι του κτιρίου ο Νουρεντίν πασάς, ο οποίος απευθύνθηκε στους χίλους με χίλιους πεντακόσιους μουσουλμάνους, άνδρες και γυναίκες, που βρίσκονταν στην πλατεία· τους είπε ότι τους παραδίδει, τον μητροπολίτη, προσθέτοντας χαρακτηριστικά τις φράσεις: «Αν σας έκανε καλό, να του το ανταποδώσετε· αν σας έκανε κακό, να του κάνετε και εσείς κακό!»
Ο όχλος άρπαξε χωρίς χρονοτριβή τον μητροπολίτη και τον οδήγησε πιο πέρα, μπροστά στο κομμωτήριο του Ismail, ενός Ιταλού προστατευόμενου· εκεί σταμάτησαν και τον έντυσαν με μία άσπρη μπλούζα που πήραν από τον κομμωτή· άρχισαν αμέσως να τον χτυπούν λυσσασμένα με γροθιές και με ξύλα, και να τον φτύνουν στο πρόσωπο· του τρύπησαν με μαχαιριές το σώμα· του ξερίζωσαν τη γενειάδα· του έβγαλαν τα μάτια· του έκοψαν τη μύτη και τα αυτιά.» Πρέπει να σημειώσουμε, ότι η γαλλική περίπολος παρακολουθούσε τα γεγονότα μέχρι τη σκηνή που περιγράψαμε. Οι άνδρες που την αποτελούσαν (επρόκειτο για ναύτες), είχαν βγει έξω απ’ τα ρούχα τους, έτρεμαν χωρίς υπερβολή από την αγανάκτηση και ήθελαν να επέμβουν. Ο επικεφαλής, όμως, αξιωματικός, με το περίστροφο στο χέρι ακολουθούσε τις διαταγές που τους είχαν δοθεί και τους εμπόδισε να κάνουν οποιαδήποτε κίνηση. Στη συνέχεια, δεν είδαμε πια το μητροπολίτη, που τον αποτελείωσαν σε μικρή απόσταση πιο πέρα». (Rene Puaux, «Ο θάνατος της Σμύρνης», Αθήνα 1992, σσ. 57-58).
Άγιος Αμβρόσιος Μητροπολίτης Μοσχονησίων
Ο Άγιος Αμβρόσιος σπούδασε στη Θεολογική Σχολή του Τιμίου Σταυρού Ιεροσολύμων και στη θεολογική Ακαδημία του Κιέβου. Υπήρξε δε εφημέριος σε πολλές ελληνικές κοινότητες της Κριμαίας (Θεοδοσίας, Συμφεροπόλεως, Σεβαστουπόλεως). Το 1913 μ.Χ. χειροτονήθηκε βοηθός επίσκοπος της Μητροπόλεως Σμύρνης με τον τίτλο Ξανθουπόλεως, αναπλήρωσε δε τον εξόριστο μητροπολίτη κατά τη διάρκεια του Α' παγκοσμίου πολέμου. Το 1919 μ.Χ. χρησιμοποιήθηκε ως πατριαρχικός έξαρχος στα Μοσχονήσια, το δε 1922 μ.Χ. έγινε Μητροπολίτης Μοσχονησίων. Κατά τη Μικρασιατική καταστροφή τάφηκε ζωντανός, από τους Τούρκους μαζί με άλλους εννέα Ιερείς σε λάκκο έξω από την πόλη των Κυδωνιών (15 Σεπτεμβρίου 1922 μ.Χ.).
Άγιος Προκόπιος Λαζαρίδης Μητροπολίτης Ικονίου (1911 - 1923 μ.Χ.)
Προηγουμένως επίσκοπος Αμφιπόλεως (1894 - 1899 μ.Χ.) και Μητροπολίτης Δυρραχείου (1899 - 1906 μ.Χ.) και Φιλαδέλφειας (1906 - 1911 μ.Χ.). Ήταν και αυτός μεταξύ των εθνοϊερομαρτύρων εκείνων των χρόνων.
Οι συνθήκες γι' αυτόν ήταν ιδιαίτερες. Οι νεότουρκοι προσπαθούσαν να οργανώσουν τουρκορθόδοξη Εκκλησία, ανεξάρτητη απ' το Πατριαρχείο, χρησιμοποιώντας αποκλειστικά τη τουρκική γλώσσα. Για το σκοπό αυτό πίεζαν ιερείς να προσχωρήσουν σ' αυτή τη προσπάθεια. Αλλά απέτυχαν. Ιδιαίτερα στην Ανατολία - τα βάθη της Μικράς Ασίας - είχαν εγκλωβίσει τους ορθοδόξους και τους υπέβαλλαν σε φοβερές κακώσεις μέχρι να αποσκιρτήσουν από το Οικουμενικό Πατριαρχείο. Τρείς μάλιστα αρχιερείς, με επικεφαλής τον Μητροπολίτη Ικονίου Προκόπιο, τους ανάγκαζαν να προβούν σε αυθαίρετη και αντικανονική χειροτονία επισκόπου, έτσι ώστε να διαρρηχτούν οι σχέσεις τους με το Οικουμενικό Πατριαρχείο και να χειραφετηθούν αυθαίρετα ως αυτοτελής τουρκορθόδοξη Σύνοδος. Εν μέσω αυτής της καταδυναστεύσεως του ποιμνίου και των ποιμένων του, αλλά και των απελπισμένων κλαυθμών του λαού, ο Μητροπολίτης Προκόπιος παρέδωσε το πνεύμα του στον Μέγα Αρχιερέα και Σωτήρα Χριστό, προμαχώντας και συμπάσχοντας με τους στενάζοντες Έλληνες χριστιανούς της Ανατολίας.
Άγιος Γρηγόριος Μητροπολίτης Κυδωνιών (22 Ιουλίου 1908 - 3 Οκτωβρίου 1922)
Προηγουμένως διετέλεσε και μητροπολίτης Τιβεριουπόλεως και Στρωμνίτσης (12 Οκτωβρίου 1902 μ.Χ. - 22 Ιουλίου 1908 μ.Χ.). Το κοσμικό του όνομα ήταν Αναστάσιος Αντωνιάδης ή Σαατσόγλου και, κατά μεταγλώττιση δική του, Ωρολογάς. Γεννήθηκε στη Μαγνησία της Μικράς Ασίας το 1864 μ.Χ. Ως Ιεροκήρυκας ανήκει στους πρώτους που στο κήρυγμα χρησιμοποίησαν τη δημοτική γλώσσα. Και στις τρεις μητροπόλεις που υπηρέτησε εργάστηκε με ζήλο και επιτυχία για την προάσπιση των εθνικών ελληνικών δικαίων και ιδιαίτερα συνεργάστηκε γι' αυτά με τον μητροπολίτη Δράμας Χρυσόστομο Καλαφάτη (1902 - 1910 μ.Χ.), τον κατόπιν εθνομάρτυρα μητροπολίτη Σμύρνης (1910 - 1922 μ.Χ.). Στις 12 Οκτωβρίου 1902 μ.Χ. χειροτονήθηκε μητροπολίτης στη σπουδαία από εθνικής απόψεως επαρχία Τιβεριουπόλεως και Στρωμνίτσης στην οποία αγωνίστηκε όχι μόνο κατά των τούρκων αλλά ιδιαίτερα εναντίον του βουλγαρικού κομιτάτου, μέλη του οποίου προσπάθησαν, πολλές φορές, να τον δολοφονήσουν (1905 μ.Χ.). Η τουρκική κυβέρνηση, όταν πληροφορήθηκε την εθνική δράση του Γρηγορίου, ανάγκασε το Οικουμενικό Πατριαρχείο να απομακρύνει τον Γρηγόριο, μεταθέτοντας τον στη νεοσύστατη μητρόπολη Κυδωνιών στις 22 Ιουνίου 1908 μ.Χ., όπου ο Γρηγόριος συνέχισε την εθνική του δράση. Το 1918 μ.Χ. κατηγορήθηκε από τους Τούρκους για εσχάτη προδοσία, δικάστηκε δύο φορές στο Στρατοδικείο της Σμύρνης, καταδικάστηκε και φυλακίστηκε. Μετά την αποφυλάκιση του (16 Οκτωβρίου 1918 μ.Χ.) και την κατάληψη των Κυδωνιών από τον ελληνικό στρατό (19 Μαΐου 1919 μ.Χ.), ο Γρηγόριος δεν απομακρύνθηκε από την επαρχία του, για υποθέσεις της οποίας πολλές φορές ήλθε σε αντίθεση με τον ύπατο αρμοστή στη Σμύρνη Αριστείδη Στεργιάδη. Μετά την αποχώρηση των ελληνικών πολιτικών και στρατιωτικών αρχών από τις Κυδωνιές, ο Γρηγόριος, σε σύσκεψη με τη δημογεροντία, εισηγήθηκε την αναχώρηση των κατοίκων των Κυδωνιών και τη μεταφορά τους στη Μυτιλήνη, για να αποφύγουν τη σφαγή από τους Τούρκους, αλλά δυστυχώς οι υποδείξεις του δεν έγιναν αποδεκτές. Έτσι το δράμα των κατοίκων των Κυδωνιών άρχισε στις 22 Αυγούστου 1922 μ.Χ., όταν άτακτος τουρκικός στρατός κατέσφαξε κοντά στην κωμόπολη Φράνελι του Αδραμυττηνού Κόλπου 4.000 Έλληνες κατοίκους των Κυδωνιών. Ο μητροπολίτης Γρηγόριος, παρά τους εξευτελισμούς που υφίστατο από τις τουρκικές αρχές, τις επισκεπτόταν και αγωνιζόταν να σώσει και να θρέψει το ποίμνιο του. Όταν δε στις 15 Σεπτεμβρίου πληροφορήθηκε τη σφαγή του μητροπολίτη Μοσχονησίων Αμβροσίου και των 6.000 κατοίκων τους από τους Τούρκους, ο Γρηγόριος αγωνίστηκε υπεράνθρωπα και κατόρθωσε να συγκατατεθούν οι Τούρκοι να έλθουν ελληνικά πλοία από τη Μυτιλήνη με αμερικανική σημαία και με την εγγύηση του Αμερικανικού Ερυθρού Σταυρού και να παραλάβουν 20.000 Έλληνες από τις 35.000 που κατοικούσαν τις Κυδωνιές. Ο Γρηγόριος αρνήθηκε να αναχωρήσει και στις 30 Σεπτεμβρίου οι Τούρκοι τον συνέλαβαν και τον φυλάκισαν. Στη φυλακή βασανίστηκε φρικτά και στις 3 Οκτωβρίου, μαζί με άλλους Ιερείς και προκρίτους των Κυδωνιών που είχαν επίσης συλληφθεί θανατώθηκε.
Άγιος Ευθύμιος Μητροπολίτης Ζήλων
Ο Ευθύμιος Αγριτέλης, υπήρξε επίσκοπος Ζήλων από το 1912 μ.Χ. έως το 1921 μ.Χ. Μοναχός της Ιεράς Μονής Λειμώνας, σπούδασε στη Θεολογική σχολή της Χάλκης και κατόπιν έκανε διδάσκαλος και Ιεροκήρυκας στη Λέσβο και πρωτοσύγκελος στη μητρόπολη Μηθύμνης. Στις 12 Ιουνίου 1912 μ.Χ. χειροτονήθηκε επίσκοπος Ζήλων. Ως επίσκοπος ανέπτυξε μεγάλη θρησκευτική και εθνική δράση. Όταν η δράση του έγινε γνωστή στους Κεμαλιστές Τούρκους, συνελήφθη και φυλακίστηκε μαζί με άλλους πρόκριτους της επαρχίας Αμασείας στις 21 Ιανουαρίου 1921 μ.Χ. Με αίτηση του, ζήτησε από την κεμαλική κυβέρνηση της Άγκυρας να θεωρηθεί μόνο αυτός ένοχος και να απαλλαγούν οι υπόλοιποι συλληφθέντες. Μάλιστα δε μπροστά στο δικαστήριο απολογήθηκε με θαυμάσια αγόρευση. Στη φυλακή υπέστη πολλά βασανιστήρια, από τα όποια και πέθανε στις 29 Μαΐου 1921 μ.Χ. Μετά δε τον θάνατο του ήλθε και η καταδικαστική απόφαση του τούρκικου δικαστηρίου!